* on-line.gr *

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Editorial: Το περιοδικό μας ξεκίνησε από τον Πάνο Σ. Αϊβαλή, δημοσιογράφο πριν είκοσι δυο χρόνια [1996] με μοναδικό σκοπό την παρουσίαση όλων των τάσεων της Λογοτεχνίας -ελληνικής και ξένης- με κύρια έμφαση στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. [ http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Yfos/Yfos.html ]
Η Φωτό Μου
Επιμέλεια Σελίδας: Πάνος Αϊβαλής - kepeme@gmail.com...............................................................................
δ/νση αλληλογραφίας: Μεσολογγίου 12 Ανατολή Νέα Μάκρη 190 05, τηλ. 22940 99125 - 6944 537571
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Powered By Blogger

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

M. Μητσάκης: ο Παράφρων Περιηγητής της Άγνωστης Ελλάδας


 λογοτεχνία



γράφει η Ειρήνη Μαραγκόζη*


Σε ένα λευκό δωμάτιο του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρείου είναι κλεισμένος ένας άνθρωπος μοναχικός. Στα μάτια του λάμπει το φως της τρέλας και η γαλήνη του μακάριου που ξέρει πως αντίκρισε νοήματα ερχόμενα από κόσμους άλλους και μακρινούς.
Μόνος, καθισμένος στη γωνιά του κρεβατιού του, γράφει μανιωδώς κείμενα γραμμένα σε μεικτή γλώσσα: μισά Ελληνικά –και μάλιστα καθαρευουσιάνικα– μισά Γαλλικά. Όποιος ρίχνει μια ματιά στη λογοτεχνική παραγωγή της τρέλας του, δυσφορεί, θεωρώντας τα κείμενά του αλλοπρόσαλλα. Όποιος τον είχε γνωρίσει στην περίοδο της υγιούς ακμής του, νιώθει θλίψη, μα τρέχει γρήγορα να φύγει απ’ το δωμάτιο αυτό της τρέλας, γιατί λυπάται για τη μοίρα του ανθρώπου. Κι όποιος μεταγενέστερος αναγνώστης τον αντάμωσε απλώς μέσα απ’ τις σελίδες των πεζογραφημάτων του, αδυνατεί να καταλάβει πώς αυτό το καθαρό πνεύμα άλλαξε πορεία και ασπάστηκε τη μανία και την παράνοια.
Μιλάμε για τον Μιχαήλ Μητσάκη (1868(;)-1916), σπουδαίο πεζογράφο της γενιάς τού 1880, καταδικασμένο στα χρόνια της ζήσης του να μη γνωρίσει τη μαζική αναγνώριση για το έργο του, αφού δεν κατόρθωσε ποτέ να εκδώσει το δικό του βιβλίο – ενώ οι απόπειρές του να εκδώσει τα δικά του περιοδικά (Ο Θόρυβος, Η Πρωτεύουσα) δεν ευόδωσαν ποτέ. Ο ίδιος είπε κάποτε στον Δ. Π. Ταγκόπουλο, που ήταν εκείνος που ενδιαφέρθηκε για τη διάσωση του έργου του Μητσάκη μετά τον θάνατό του: «Την έχω στο αίμα μου την αποτυχία! Βγάζετε τουλάχιστον εσείς βιβλία που είστε τυχερώτεροι».
Αντ’ αυτού αρθρογραφούσε τακτικά σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες, κυρίως ως ταξιδιωτικός περιηγητής: Περιδιάβηκε πολλά μέρη της Ελλάδος και χάρη στο διεισδυτικό του μάτι και τη δυνατή του πένα έδωσε απαράμιλλες περιγραφές της άγνωστης Ελλάδας, που ούτε η πιο προηγμένη ψηφιακή κάμερα της εποχής μας δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει. Οι εικόνες μιας άλλης εποχής ζωντανεύουν μεμιάς μπροστά στα μάτια μας, διαβάζοντας οποιοδήποτε πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη.
Επιστρέφοντας νοερά στο λευκό δωμάτιο του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρείου βλέπω τον Μητσάκη να κάθεται στη γωνιά του. Η παραφιλολογία λέει ότι ο Μητσάκης έζησε σ’ αυτό το ίδιο δωμάτιο, στο οποίο απεβίωσε ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, ο Βιζυηνός, λες και ο ένας έδωσε τη θέση του στον άλλο, κληροδοτώντας του την ίδια κατάρα: το στίγμα της τρέλας – αναρωτιέμαι αν ονομάζουμε τρέλα ό,τι οι «λογικοί» άνθρωποι αδυνατούμε να κατανοήσουμε, γιατί στα έργα και των δυο μόνο μεγαλοφυΐα αναγνωρίζουμε σήμερα…
Ας είναι… Εισβάλλοντας, λοιπόν, στο λευκό δωμάτιο, προσπαθώ να ζωντανέψω τον Μιχαήλ Μητσάκηκοιτάζοντας τη φωτογραφία του και διαβάζοντας την περιγραφή του συγγραφέα από τον Δ. Π. Ταγκόπουλο: «…Τον έβλεπα στους αθηναϊκούς δρόμους ταχτικά, ταχτικώτατα, πάντα με το ίδιο χρώμα των ρούχων, το ίδιο σχήμα της ρεπούμπλικας, τη “σφήνα” του καλοψαλιδισμένου πάντα γενιού του, την ανασηκωμένη, που αντίκρυζε την άκρη της μύτης, με τα μάτια του τα μικρά, τα μυωπικά, τα περιεργότατα, που αδιάκοπα γύριζαν δεξιά-ζερβά και όλα προσπαθούσαν να τα ιδούν και να μην τους ξεφύγει το παραμικρότερο από τα γύρω»…
Τον πλησιάζω και προσπαθώ να του μιλήσω… Αν ζούσε ο Μιχαήλ Μητσάκης στις μέρες μας, θα ήταν πιθανότατα συνεργάτης του περιοδικού μας. Θα ταξίδευε όπως παλιά σε περιοχές –τότε που ήταν ανταποκριτής των εφημερίδων Ακρόπολις και Άστυ– και θα μας έστελνε τα παράξενα άρθρα του… Άλλωστε μέσα στο έργο του φανερώνεται κατά κύριο λόγο η Μυστική Ελλάδα του τέλους τού 19ου αιώνα: Τα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της Ηπείρου και η παντελής αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους για τα υπόδουλα αδέλφια· η Κέρκυρα και το μακρύ ταξίδι των τριάντα ωρών (με το τρένο ως την Κόρινθο, οδικώς μέχρι την Πάτρα και με το πλοίο από την Πάτρα στην Κέρκυρα)· η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Πελοπόννησος, οι Κυκλάδες· και φυσικά η ίδια η Αθήνα, το κέντρο του Ελληνικού Κράτους, γεμάτη από ετερόκλητα στοιχεία, κατοικούμενη από ανθρώπους που αναζητούσαν την ταυτότητά τους, αστικό κέντρο και χωριό ταυτόχρονα…
Όσα περισσότερα μαθαίνω για τον Μητσάκη, τόσο περισσότερο τον προσεγγίζω, καταδύομαι στο διεισδυτικό του βλέμμα, με το οποίο σκάναρε την πραγματικότητα. Μέσα στα μάτια του ένας ολόκληρος κόσμος από εικόνες ζωντανές, ρεαλιστικές, σκληρές πολλές φορές. Και παράλληλα ένας κόσμος από σκέψεις, ερωτήματα, συμπεράσματα, καθαρευουσιάνικες λέξεις τόσο ωραία αποτυπωμένες στο χαρτί…

Θέλω πολύ και τελικά κατορθώνω να συνομιλήσω με τον Μιχαήλ Μητσάκη. Είναι ανοιχτό και καθαρό το πνεύμα του, ένα πνεύμα άλλων καιρών που είναι δύσκολο να καταλάβει ο πανικόβλητος άνθρωπος της ψηφιακής εποχής…
Η παρακάτω συζήτηση μεταξύ εμού και τη Μιχαήλ Μητσάκη, εκτυλίχθηκε σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στην οποία ο θάνατος δεν χωρίζει τους ανθρώπους. Στον κόσμο της νόησης, του πνεύματος και της λογοτεχνίας όλα είναι δυνατά. Τα όρια παραβιάζονται όταν διαβείς τις πύλες των σελίδων των βιβλίων μιας άλλης εποχής. Οι ερωτήσεις που σχηματίζονταν στο μυαλό μου, απαντιούνται μέσα από τις σελίδες του Μητσάκη …
Κύριε Μιχαήλ Μητσάκη, σε πολλά έργα σας μας ταξιδεύετε σε μια μυστική Ελλάδα που ίσως ελάχιστοι γνώρισαν στην εποχή σας και σίγουρα κανένας δεν θυμάται πια, σήμερα, στη δική μου εποχή. Και σας μελετούν πλέον οι λαογράφοι και οι ιστορικοί, εσάς, που στην εποχή σας ελάχιστοι αποδέχτηκαν να σας αναγνωρίσουν. Σας μελετούν πλέον με προσοχή, γιατί τα κείμενά σας βρίθουν από πληροφορίες σχετικά με τη φυσιογνωμία των πόλεων και των χωριών, για τα κτήρια και τον πληθυσμό, για τη Φύση, για τα άτομα, την κοινωνική συμπεριφορά τους, το ντύσιμό τους.
Μια από τις αγαπημένες σας δραστηριότητες ήταν να περπατάτε στους δρόμους της Αθήνας και να παρατηρείτε αδιάκοπα τους ανθρώπους και τις αντιδράσεις τους. Ιδιαίτερη συμπάθεια τρέφατε προς τα ζώα και τους αλλόφρονες και σας άρεσε να αναπαριστάνετε με τη νατουραλιστική πένα σας τον βάναυσο τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι κακομεταχειρίζονταν αυτά τα όντα. Τέτοια σοκαριστικά διηγήματα είναι τα: Παράφρων, Θεάματα του Ψυρρή, Άνθρωποι και Κτήνη, Το Κάρρον, Αρκούδα, Το Γατί. Σε αυτά απεικονίζεται η βαρβαρότητα του έλλογου όντος, του ανθρώπου, ο οποίος δεν διστάζει να βασανίσει μέχρι εσχάτων όποιον είναι πιο αδύναμος απ’ αυτόν. Στο διήγημα Το Γατί περιγράφετε τον αποτρόπαιο τρόπο με τον οποίο νεαρά παιδιά βασανίζουν μέχρι θανάτου ένα λευκό γατάκι…
…Αλλ’ ενώ έτρεχεν, η πέτρες ήρχισαν κ’ εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν, μία το κτύπησ’ εις το κόκκαλον, επάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα τα πλευρά, άλλη το ευρηκ’ εις την ρίζαν του δεξιού αυτιού, βιαία, ήρπασεν ένα κομματάκι εκ του δέρματος αυτού, το συναπήγαγε κυλούσα, τετάρτη του επλήγωσεν άλλου ποδός το νύχι, συγχρόνως δε οι διώκται τού επήλαυναν, το κύκλωναν, κ’ ένας εξ αυτών άπλωνεν ήδη την χείρα να το πιάσει. Αισθανθέν όμως τον κίνδυνον το ζώον, καταφοβισμένον, διωλίσθαινε και τώρα υπό την παλάμην ήτις το ηπείλει, και ετρέπετο, σύρον τους δύο πόδας του αλγούντας, το αιμάσσον του αυτί, την ράχιν του μισοσπασμένην, την ουράν του την τραυματισμένην, αύθις προς άτακτα πηδήματα. Αλλά κ’ εκείνοι επηδούσαν εξοπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν, αδυνατούν να τρέξη πλέον γρήγορα, το άρπαζαν, σφαδάζον…
Στο διήγημα Αρκούδα, πέρα από την περιγραφή του επονείδιστου τρόπου που συμπεριφερόταν ένας άνθρωπος προς μια αρκούδα, κάνετε και κοινωνικό σχόλιο για εκείνους τους ανθρώπους που εκμεταλλεύονταν τότε –και που δυστυχώς συμβαίνει ακόμη και σήμερα– άτυχα άγρια ζώα τα οποία αιχμαλωτίζονται και πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης, με σκοπό να βγάλει ο αφέντης τους κάποια χρήματα, προσφέροντας άθλιο και σιχαμερό θέαμα…
Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, διά να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρή­γορα και χόρεψε θερμά, διά να μη σου αργάσουν το το μάρι η ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ’ εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, οπού άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκλη ρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός την μύτην σου!
Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να σε ιδούν η κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κυττάζουν απ’ τας θύρας, από τα παράθυρα και μειδιούν με τα πα ράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ’ αρκούδα, χόρεψε, διά να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα του, φαιδρά διά το σπάνιον φαινόμενον, κι όπου σε βλέπουν έκπληκτα, και σε πε ριεργάζονται και σε θαυμάζουν, και σ’ εμπαίζουν και χο ροπηδούν τριγύρω σου κι’ αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν’ αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των!…
Στο Υπό την Συκήν αναφέρεστε σε κάτι παράξενο: Σε μια ταφόπλακα στην Πάρνηθα, που βρισκόταν κάτω από μια συκιά, οχτώ μαθήτριες έγραψαν τα ονόματά τους πλάι στο όνομα της νεκρής, τα κόκαλα της οποίας ήταν θαμμένα στο χώμα. Είναι παράξενη σύλληψη, γιατί θίγει πρωτότυπα το θέμα της ζωής και του θανάτου: Στην ταφόπλακα αυτή, μα και στο διήγημά σας, συναντήθηκε ο θάνατος και η ζωή, το γήρας και η παρακμή με τη νεότητα και την ακμή…
Και ενώ ο ήλιος, δύων εκεί κάτω, οπίσω του Πάρνηθος, αποχαιρετίζει με τας τελευταίας ακτίνας του το ερημικόν εκκλησίδιον, τα ονόματα των τρελλών κορασίδων, εκρύγνυνατι επί του μαρμάρου, υφ’ ο κείνται της γραίας τα κόκκαλα, φαιδρά, ως ειρωνικός καγχασμός της Ζωής και της Νεότητος προς τον Θάνατον, και παραδόξως ταυτοχρόνως πένθιμα, ως απροσδόκητος και αλλόκοτος αρραβών προς τον Τάφον…
Το διήγημά σας Εις τον Οίκον των Τρελλών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αναφέρεται στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας στο οποίο νοσηλευτήκατε κάποιες μέρες. Ήταν η πρώτη εκδήλωση της ασθένειάς σας που κατέστησε επείγουσα την προσαγωγή σας σε εκείνο το ίδρυμα στις 20 Δεκεμβρίου 1896 – 5 Ιανουαρίου 1897… Πώς αντιμετώπιζαν στην εποχή σας τους παράφρονες οι άλλοι άνθρωποι, οι «λογικοί»;
Αι πλείσται των επαρχιακών πόλεων ή χωρίων έχουν και τον παράφρονά των, όστις σύρεται εις τας οδούς των, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει, παγόνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και τελειόνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας παλυπαθείς του ημέρας στερών τους συμπολίτας του, οίτινες μόνον τότε ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος και της διασκεδάσεως αυτών…
Ταξιδέψατε δύο φορές στα Γιάννενα, το 1887 και το 1889. Μου έκανε εντύπωση ότι επισημαίνετε την ελληνικότητα της Ηπείρου και τονίζετε το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής –Τούρκοι, Εβραίοι και Έλληνες– είχαν για μητρική τους γλώσσα την Ελληνική. Ποια είναι η άποψή σας για την Ήπειρο και τι μήνυμα στέλνατε τότε στην κυβέρνηση Τρικούπη και στους πολιτικούς γενικότερα, οι οποίοι, κάθε άλλο παρά έδειχναν την απαραίτητη φροντίδα για την προσάρτηση της Ηπείρου στην ελεύθερη Ελλάδα;
Η Ήπειρος… τόσον εγγύς, και εν τούτοις παρίσταται απομακρυσμένη, απομακρυσμένη χώρα άγνωστος, ην ουδέποτε τις εξηρεύνησε…
Πόσοι εξ υμών αρά γε την γνωρίζετε, ω Έλληνες πολι τευόμενοι, οίτινες εκπροσωπείτε και διερμηνεύετε τας εθνικάς αξιώσεις επ’ αυτής και οίτινες θα την διοικήσετε μίαν ημέραν; Πόσοι εξ υμών έχουν ιδέαν τινά περί αυτής, ω Έλληνες στρατιωτικοί, οίτινες θα πολεμήσετε ποτέ επ’ αυτής και χάριν αυτής; Πόσοι εξ υμών την επεσκέφθησαν, ω Αθηναίοι δημοσιογράφοι, δι’ ους Ελλάς κατήντησε να θεωρήται ο μεταξύ των καθισμάτων του Γιαννόπουλου και της εξέδρας της μουσικής χώρος της πλατείας του Συντάγματος; Εις τίνα ήλθατε ποτέ προς αυτήν συνάφειαν, εσκέφθητε ποτέ περί αυτής, εφροντίσατε ποτέ περί αυτής, ηξεύρετε πώς διοικείται, πώς εργάζεται, πώς ζη, ηρωτήσατε ποτέ αν κατοικήται από δίποδα ή από τετρά ποδα, από πρασινοχρώμους ή από ερυθροδέρμους, από μέλη της καυκάσιας φυλής ή απεναντίας της μογγολικής, εμάθατε ποτέ τι φρονεί περί υμών ή τι νομίζει ότι φρο νείτε περί αυτής, πώς σας κρίνει, ποίον θεόν πιστεύει και ποίους πόθους λατρεύει και τι ελπίδας προσκυνεί, ω ελεύθεροι, οίτινες περιμένετε εν τούτοις να επωφεληθήτε πάλιν καμμίαν νέαν ανατολικήν αναστάτωσιν διά να χυθήτε και επ’ αυτής, όπως εχύθητε επί της Θεσσαλίας, σμήνος πειναλέων ακριδών, είτε ως πετσωματάδες, είτε ως υπάλληλοι, είτε ως έμποροι, είτε ως πολιτευόμενοι, είτε ως δικηγόροι;
Οι Έλληνες πολιτικοί μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει και πολύ από την εποχή σας μέχρι και σήμερα… Με τους Έλληνες χρηματιστές τι γίνεται; Ήταν τυχαίο που πριν λίγα χρόνια εξαπατήθηκαν χιλιάδες κόσμου δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις για άμεσο πλουτισμό; Γνωρίζω ότι ανάλογες χρηματιστηριακές «φούσκες» είχαν σκάσει και στην εποχή σας. Η ιστορία μάλιστα είχε πάρει τόση έκταση που πήρε την ονομασία τα Λαυριακά. Γνωρίζω ότι είχατε καταγράψει λεπτομέρειες για το θέμα αυτό…
Εις ιταλοελληνικήν τινά εταιρίαν καιρδοσκόπων εχόντων φαίνεται και αρχαιολογικάς γνώσεις είχεν επέλθει κατά το σωτήριον έτος 1869 η αρκετά πρωτό τυπος ιδέα ότι τα υπό των αρχαίων συγγραφέων περι­γραφόμενα εν Λαυρίω μεταλλεία αργύρου δεν είχαν ίσως ολοσχερώς εξαντληθή υπ’ εκείνων, αφού δε οι νεώτεροι χρόνοι είδαν το έκτακτον φαινόμενον ολοκλήρου λάου, τεθαμμένου τέως ως διαπαντός υπό την δουλείαν, ανισταμένου εκ νεκρών, δεν θα ήτον όλως παράβολος πιθανώς η σκέψις ότι διά καταλλήλου εργασίας θα ηδύνατο ν’ ανευρεθώσι και οι θησαυροί ους είχεν άλλοτε, υπό την γην του κεκρυμμένοι. Εκίνησαν λοιπόν, και ήλθαν εις τας Α θήνας, και διηυθύνθησαν εις το Λαύριον, και έκαμαν πει ράματα, κ’ επέτυχαν, και ήρχισαν να αγοράζουν αφειδώς των χωρικών τα κτήματα. Συγχρόνως έστησαν προχείρως κ’ εργαστήρια τινά, και επεχείρησαν ανασκαφάς, κ’ εξήγαγον τας επονομασθείσας εκβολάδας, χώμα τουτέστι και γης βώλους, των παλαιών ορυχείων τ’ απορρίμματα, εν οις υπήρχεν αργυρούχος μόλυβδος ή άλλα ορυκτά. Εις τας Αθήνας έγινε γνωστόν πως εις το Λαύριον εξάγεται ασήμι, ο κόσμος συνεκινήθη ως εικός διά το καινότροπον άγγελμα μεγαλοποιούμενον βέβαια ανά τα στόματα παν τοίους εννοείται, η κυβέρνησις έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλισιν των συμφερόντων του κράτους, η ιτα λική αφ’ ετέρου επενέβη όπως εξασφάλιση τα δικαιώμα τα της Εταιρίας, διεθνές επεισόδιον εγεννήθη και το πράγμα έλαβε διαστάσεις εθνικού και ευρωπαϊκού σχεδόν ζητήματος…
Αιφνίδια δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμε ταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κ’ έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν, εις την Σουνιακήν άκραν, εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. Ολιγώτερα δε βεβαίως τούτων ήρκουν διά να μεταβληθούν αι τέως ήσυχοι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι, αι Αθήναι των νοικοκυραίων, των παντοπωλών και των τραμπούκων, εις είδος τι αμερικανικής πόλεως μαινόμε νων χρυσοθήρων… Έξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελ λάς, η Ελλάς των οικογενειών του ’21 και των αναμνή σεων του αγώνος, η Ελλάς ήτις ήτον ακόμη εν είδος οικογενείας και αυτή, τα θαυμάσια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον διά παντός τρόπου εκ του μηδενός πλουτισμόν, τα μυστήρια της κυβείας. Ήτο δ’ εκεί πλέον ανά πάσαν πρωΐαν το γενικόν των Αθηναίων εντευκτήριον. Έμποροι, χειρώνα κτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη, συνωθούντο, εκεί υπό της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις την αυτήν δόνησιν υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυ τών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτηθείσας, παν ει τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του τω ε στάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο ά σωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής, και τα έρριπτον εκεί, μέσα εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως ότι έβραζε, παράγον το παμπόθητον το μέταλλον, που να πλουτήση την Ελλάδα πάσαν έμελλε και ν’ ανάδειξη Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κ’ ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρή ματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ όπως τοις έλεγον, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, διά μυστηριώδους αλχημείας, θε να μετουσιούτο αυτομάτως εις χρυσόν… Κατήντησε να πιστευθή σχεδόν, πως η Ελλάς μικρά Καλλιφορνία ήτο και αυτή…
Στο διήγημα Εις Τοίχος αναφέρεστε σε έναν τοίχο ενός παλιού πύργου στον οποίο τολμάτε να αποδώσετε σκέψεις, λες και είναι κάτι ζωντανό. Μάλιστα υπάρχει η φήμη ότι επιθυμούσατε να τυπωθεί το πεζογράφημα με ενιαία μορφή, χωρίς παραγράφους, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι το ίδιο το κείμενο ήταν τοίχος ή ότι το κείμενο ήταν γραμμένο σε κάποιον τοίχο. Λένε, λοιπόν, ότι όταν το είδατε στην εφημερίδα με παραγράφους θυμώσατε πολύ…
Παρ’ όλην την σκυθρωπότητα και την σιγήν του, λαλεί νομίζεις, λαλεί ο γηραιός τοίχος…
Η εικόνα του Μιχαήλ Μητσάκη χάνεται σιγά-σιγά και η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της. Το ταξίδι μου στο λογοτεχνικό χρόνο τελειώνει, όπως τέλειωσε και εκείνη η άσχημη εποχή που καταδίκασε έναν ιδιαίτερο άνθρωπο, που αγαπούσε τις περιηγήσεις, να πεθάνει μόνος μέσα σε ένα λευκό κελί, μακριά από τον κόσμο που λάτρευε να παρατηρεί.
Σας ευχαριστούμε, κύριε Μιχαήλ Μητσάκη, που μας ανοίξατε μια πύλη με τα πεζογραφήματά σας προς μια άλλη, ξεχασμένη Ελλάδα. Ο χάρτινος κόσμος σας, ο νατουραλιστικά απεικασμένος ανοίγεται στους λάτρεις των παλιών ιστοριών που μιλούν για ανθρώπους, ζώα, σοκάκια, αντικείμενα που δεν υπάρχουν πια. Ένα μνημόσυνο είναι η ανάγνωση παρωχημένων βιβλίων, μια νεκρανάσταση όσων ανήκουν πια στο χθες…
Μιχαήλ Μητσάκης, Πεζογραφήματα, Νεφέλη, 1988
Μιχαήλ Μητσάκης, Παρα τοις Δούλοις – Τα Ιωάννινα, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Παπακώστας, Πατάκης, 2004
Μιχαήλ Μητσάκης, Εις τον Οίκον των Τρελλών, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Παπακώστας, Πατάκης, 2004
Μιχαήλ Μητσάκης, παρουσίαση – Ανθολόγηση: Γεωργία Γκότση, Σοκόλης.
Σημειώσεις Μανιώδους Ταξιδευτή, Λίζυ Τσιριμώκου, Το Βήμα , 01-08-2004
Ειρήνη Μαραγκόζη
Ονομάζομαι Ειρήνη Μαραγκόζη και είμαι φιλόλογος, διορθώτρια και αρθρογράφος. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη όπου κατοικώ μέχρι σήμερα. Έχω σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έχω ειδικευτεί στις νεοελληνικές και μεσαιωνικές σπουδές. Εργάζομαι ως καθηγήτρια αρχαίας, λατινικής και νέας ελληνικής γλώσσας. Έχω συμμετάσχει σε πειραματικές κινηματογραφικές παραγωγές και έχω αναλάβει κύριους ρόλους σε παραστάσεις θεατρικών ομάδων της πόλης. Ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, την ανθρωπολογία, την αρχαία ελληνική γραμματεία, την παιδαγωγική και τη διδακτική. Γνωρίζω Αγγλικά και Ισπανικά. Έχω συνεργαστεί με το Απαγορευμένο Περιοδικό «Strange», καθώς και με τα περιοδικά «Μυστική Ελλάδα», «Ζενίθ» και «Yoga world». Συμμετείχα στα συλλογικά βιβλία «Άνθρωποι των Θαυμάτων» και «Φαντάσματα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: