Από τον ΝΙΚΟ Ι. ΚΩΣΤΑΡΑ
Το Μαρούσι έχει ένα μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο που δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, γι’ αυτό χρειάζεται να το προβάλλουμε συχνά, ώστε να γίνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό και κυρίως στη νέα γενιά για να γνωρίσει την πολιτιστική μας κληρονομιά και τους πνευματικούς μας ανθρώπους. Κλείσανε επτά χρόνια από τότε (20-7-1989) που ο στοχαστής του Μαρουσιού αφέθηκε στο «μυστήριο του θανάτου», γιατί όπως τόνιζε ο ίδιος «η ζωή είναι τόσο θαυμαστό πράγμα, ώστε η τιμή της είναι το «μυστήριο του θανάτου».
Στο Μαρούσι
Τριάντα χρόνια περίπου στο Μαρούσι έμεινε ο διαχρονικός μεγάλος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, αφήνοντας πίσω του το «Μουσείο Τσαρούχη του Αμαρουσίου» με πολλά σημαντικά και αντιπροσωπευτικά έργα του, που καθώς ο καιρός περνά γίνονται καθολικά αποδεκτά. «Το έργο μου θα ξαφνιάσει πολλούς απ’ αυτούς που θέλουν να φτάσουν στο αποστομωτικό τέλειο αλλά εγώ ανήκω στους ερευνητές», ομολογεί ο ίδιος.
«Διάλεξα το Μαρούσι, γιατί μου άρεσε. Μου άρεσε το περιβάλλον και το ωραίο του κλίμα. Πιστεύω σ’ αυτόν τον τόπο μόνο που πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα». Έτσι χτίστηκε το αρχοντικό της οδού Πλουτάρχου, με τη γαλανόλευκη να κυματίζει στο μπαλκόνι του, ενώ το 1981 ιδρύει το «Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη» που στοχεύει στη διαφύλαξη, προβολή και διάδοση του έργου του.
Ο ταλαντούχος Γιάννης Τσαρούχης δεν ήταν μόνο ζωγράφος, χαράκτης και σκηνογράφος, αλλά κι ένας πνευματικός άνθρωπος με κύριο πάντα χαρακτηριστικό τη συνεχή αναζήτηση, την προσωπική έρευνα, τη μόνιμη ανησυχία. Ήταν ένας σοφός καλλιτέχνης, σε τέτοιο βαθμό ώστε ορισμένοι να τον θυμούνται ως θυμόσοφο με εναργές πνεύμα παρά ζωγράφο που ένιωθε την ανάγκη της επιστροφής στις πηγές.
«Ήταν ένας άνθρωπος κατ’ εξοχήν της πόλεως και από τα μικρά του χρόνια που τον θυμάμαι» - τονίζει ο παιδικός του φίλος, ζωγράφος, Γιώργος Μαυροϊδής – «κομψός, του άστεως πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα ήταν κι ένας άνθρωπος που ερχόταν από τα χωριά της Τριπολιτσάς, του πατέρα του, και από τα χωριά των Ψαρών, της μητέρας του».
Στον Πειραιά
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 31 Δεκεμβρίου 1909 (παλαιό ημερολόγιο). Ήταν το δεύτερο παιδί του εμπόρου Αθανασίου Τσαρούχη από το Ζευγολατιό Μαντινείας και της Μαρίας Μοναρχίδη, από μια οικογένεια Ψαριανών καπεταναίων, που μετά την καταστροφή των Ψαρών είχαν καταφύγει στη Σύρο. Η οικογένεια Τσαρούχη έμενε στον Πειραιά στην οδό Λουκά Ράλλη, στον τελευταίο όροφο ενός τρίπατου νεοκλασικού σπιτιού. Κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό Πειραιώς ήταν το κατάστημα με είδη κιγκαλερίας του πατέρα του. Μέσα σ’ αυτό το αστικό περιβάλλον ζούσε ο μικρός Τσαρούχης αλλά καταλάβαινε πως εκτός από τον κόσμο που κατοικούσε στα σπίτια αυτά – που έμοιαζαν σαν παλάτια – υπήρχε κι ένας άλλος κόσμος που οι άλλοι αστοί είχαν καταδικάσει σε ανυπαρξία. «Ό,τι ήξερα από το λαϊκό κόσμο, το ήξερα από το συμμαθητή μου Νίκο Καββαδία, τον ποιητή, καθότι εγώ στον Πειραιά ζούσα μέσα στα σαλόνια που εμιμούντο τα Ευρωπαϊκά σαλόνια», εξομολογείτο ο ίδιος. Αλλά «αυτός ο λαός πολύ γρήγορα γίνηκε δάσκαλός μου και σύμβουλός μου και μου έμαθε παλιούς τρόπους αυθεντικούς».
Όταν οι γονείς του έλειπαν στην Ελβετία με την άρρωστη αδελφή του, ο μικρός Γιάννης έμενε στο νεοκλασικό αρχοντικό της θείας του Δέσποινας Μεταξά, έργο του Έρνεστ Τσίλλερ, ενώ απέναντί τους κατοικούσε ο ζωγράφος Βολονάκης. Τα σημειώνω αυτά γιατί αποτέλεσαν το σκηνικό των πρώτων παραστάσεων της ζωής του. Σ’ αυτό το σπίτι είδε μικρός και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε έρθει ως επισκέπτης και τον ρώτησε: «Τί θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Και ο εξαετής Τσαρούχης απήντησε αυθόρμητα: «Ζωγράφος».
Αυτή η αυτοπεποίθηση θα τον ακολουθήσει σ’ όλη του τη ζωή και είναι ο συνολικότερος και ο συνοπτικότερος χαρακτηρισμός που εξηγεί την προσωπικότητά του.
Στην Αθήνα
Το 1927 η οικογένεια Τσαρούχη εγκατέλειψε τον Πειραιά κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην οδό Ερμού στο Μοναστηράκι. Αλλά ο Πειραιάς θα ακολουθεί τον Τσαρούχη ως αδιάλειπτη και διηνεκής ανάμνηση. Τον ίδιο χρόνο εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τότε γνώρισε και τον Φώτη Κόντογλου κι έγινε βοηθός του. Κοντά του έκανε πολλά αντίγραφα από βυζαντινά και μεταβυζαντινά έργα. «Πάντως είχε μεγάλη επίδραση σε μια ορισμένη στιγμή επάνω μου ο Κόντογλου και ο Παρθένης μου έδωσε να καταλάβω τί είναι κλασική παράδοση» ομολογούσε ο ίδιος. «Δάσκαλοί μου», έλεγε, «ήταν ο Παρθένης, ο Κόντογλου, ο Πικιώνης και δάσκαλοι υπό την ευρύτερη σημασία ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός, και ο Κάλβος, ο Χαλεπάς και ο Καβάφης». Με τον Φώτη Κόντογλου πηγαίνει στο Άγιο Όρος το 1932 και γοητεύεται από τη μοναστική ζωή για να ξαναπάει στα γεράματά του (1983) και να εξομολογηθεί στο γέροντα Ιερόθεο. Τότε θυμόταν αυτό που του είχε πει ένας παπάς στη μικρή εκκλησία της οδού Ευαγγελιστρίας στο Μοναστηράκι. «Η αμαρτία παιδί μου, λευκαίνει την ψυχή όπως το κύμα της θάλασσας το βότσαλο».
Το 1934 αποχώρησε από τον Κόντογλου και απασχολείται με τη σκηνογραφία στα θέατρα. Τότε γνωρίζεται με τον Κάρολο Κουν και συγκροτούν μαζί την «Ελληνική Λαϊκή Σκηνή» με πρώτο έργο την «Ερωφίλη». Μετά φεύγει για το Παρίσι και επιστρέφει για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και το 1940 επιστρατεύεται και φεύγει για το Μέτωπο, όπου και παρασημοφορείται.
Στην κατοχή, για να επιβιώσει, δούλευε στο θέατρο ή εργαζόταν ως συντηρητής εικόνων διαφόρων ιδιωτικών συλλόγων, ακόμη και σχεδιαστής μικρών επίπλων σε εξοχικά σπίτια. Στην Κηφισιά γνώρισε τον Σωτήρη Σπαθάρη και καταπιάστηκε με τις αξέχαστες «σκιές» του Καραγκιόζη. «Ο Καραγκιόζης ήταν για μένα», έλεγε «ένα μεγάλο σχολείο μεγάλων διδαγμάτων».
Το 1950 πηγαίνει στο Παρίσι με πρόσκληση του μεγάλου Έλληνα τεχνοκρίτη Τεριάντ – Στρατή Ελευθεριάδη – που τον ώθησε να προχωρήσει στη δημιουργία της ζωγραφικής και ν’ αφήσει τη σκηνογραφία.
Εκθέσεις του παρουσιάζονται στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Βενετία και στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1958 του απονέμεται το βραβείο GUGGENHEIM.
Θαύμαζαν την παραδοσιακή, σύγχρονη ελληνική και διεθνή ζωγραφική του, τις μοναδικές σκηνογραφίες του, τα απίθανα αντικείμενά του και τόσες άλλες προσφορές σε τόσους άλλους τομείς. Μας έδειξε μιαν επαναστατική ζωγραφική στην Ελλάδα και μας έκανε ν’ αποκτήσουμε εθνική συνείδηση επάνω στην Ελληνική ζωγραφική.
Η ζωγραφική του
«Η ζωγραφική του Τσαρούχη έχει τη μυρωδιά των ασβεστωμένων τοίχων που κουβαλά μέσα μας η μνήμη του Γένους», τονίζει ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, ενώ ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης του έλεγε «Όλα σου τα έργα με κοιτάνε σαν άνθρωποι. Δεν μπορώ να μιλήσω».
Ήταν τολμηρός, ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος στις απόψεις του. «Συνδύαζε την παιδική αφέλεια με τη σοφία του ωρίμου εν πολλαίς εμπειρίαις άντρα» κατά το Γιάννη Νεγρεπόντη. Ενώ ο ίδιος τονίζει : «Η ζωγραφική υπάρχει μέσα μας, δε διδάσκεται ούτε στα μουσεία, ούτε στα σχολεία. Σπουδάζω σημαίνει προσπαθώ αυτό που έχω μέσα μου να το συνειδητοποιήσω, να το κάνω δικό μου. Συνειδητό και χειροπιαστό. Το θέμα της ζωγραφικής για μένα είναι η απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα. Προσπάθησα να αφεθώ πάντα ελεύθερος στα ρεύματα για να καταλαβαίνω ποια είναι η αληθινή μου αντοχή...».
Προτιμούσε την τέχνη των πτωχών και των αγράμματων με εικονογραφικό άξονα το ανθρώπινο σώμα. Είχε την έπαρση και τη σεμνότητα του Έλληνα και χαιρόταν την καταγωγή του που παρά την θλίψη για τον τόπο και το χρόνο που ζούσε, πίστευε σε μιαν Ελλάδα ένδοξη, ταλαίπωρη και ταλαιπωρημένη από τους ίδιους τους γόνους της. Με τον Τσαρούχη, οι Ερμήδες και οι Νάρκισσοι, οι Αη-Γιώργηδες και οι Αη-Δημήτρηδες άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας στους δρόμους της κάθε εποχής και του κάθε πολιτισμού.
Το Μαρούσι έχει ένα μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο που δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, γι’ αυτό χρειάζεται να το προβάλλουμε συχνά, ώστε να γίνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό και κυρίως στη νέα γενιά για να γνωρίσει την πολιτιστική μας κληρονομιά και τους πνευματικούς μας ανθρώπους. Κλείσανε επτά χρόνια από τότε (20-7-1989) που ο στοχαστής του Μαρουσιού αφέθηκε στο «μυστήριο του θανάτου», γιατί όπως τόνιζε ο ίδιος «η ζωή είναι τόσο θαυμαστό πράγμα, ώστε η τιμή της είναι το «μυστήριο του θανάτου».
Στο Μαρούσι
Τριάντα χρόνια περίπου στο Μαρούσι έμεινε ο διαχρονικός μεγάλος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, αφήνοντας πίσω του το «Μουσείο Τσαρούχη του Αμαρουσίου» με πολλά σημαντικά και αντιπροσωπευτικά έργα του, που καθώς ο καιρός περνά γίνονται καθολικά αποδεκτά. «Το έργο μου θα ξαφνιάσει πολλούς απ’ αυτούς που θέλουν να φτάσουν στο αποστομωτικό τέλειο αλλά εγώ ανήκω στους ερευνητές», ομολογεί ο ίδιος.
«Διάλεξα το Μαρούσι, γιατί μου άρεσε. Μου άρεσε το περιβάλλον και το ωραίο του κλίμα. Πιστεύω σ’ αυτόν τον τόπο μόνο που πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα». Έτσι χτίστηκε το αρχοντικό της οδού Πλουτάρχου, με τη γαλανόλευκη να κυματίζει στο μπαλκόνι του, ενώ το 1981 ιδρύει το «Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη» που στοχεύει στη διαφύλαξη, προβολή και διάδοση του έργου του.
Ο ταλαντούχος Γιάννης Τσαρούχης δεν ήταν μόνο ζωγράφος, χαράκτης και σκηνογράφος, αλλά κι ένας πνευματικός άνθρωπος με κύριο πάντα χαρακτηριστικό τη συνεχή αναζήτηση, την προσωπική έρευνα, τη μόνιμη ανησυχία. Ήταν ένας σοφός καλλιτέχνης, σε τέτοιο βαθμό ώστε ορισμένοι να τον θυμούνται ως θυμόσοφο με εναργές πνεύμα παρά ζωγράφο που ένιωθε την ανάγκη της επιστροφής στις πηγές.
«Ήταν ένας άνθρωπος κατ’ εξοχήν της πόλεως και από τα μικρά του χρόνια που τον θυμάμαι» - τονίζει ο παιδικός του φίλος, ζωγράφος, Γιώργος Μαυροϊδής – «κομψός, του άστεως πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα ήταν κι ένας άνθρωπος που ερχόταν από τα χωριά της Τριπολιτσάς, του πατέρα του, και από τα χωριά των Ψαρών, της μητέρας του».
Στον Πειραιά
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 31 Δεκεμβρίου 1909 (παλαιό ημερολόγιο). Ήταν το δεύτερο παιδί του εμπόρου Αθανασίου Τσαρούχη από το Ζευγολατιό Μαντινείας και της Μαρίας Μοναρχίδη, από μια οικογένεια Ψαριανών καπεταναίων, που μετά την καταστροφή των Ψαρών είχαν καταφύγει στη Σύρο. Η οικογένεια Τσαρούχη έμενε στον Πειραιά στην οδό Λουκά Ράλλη, στον τελευταίο όροφο ενός τρίπατου νεοκλασικού σπιτιού. Κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό Πειραιώς ήταν το κατάστημα με είδη κιγκαλερίας του πατέρα του. Μέσα σ’ αυτό το αστικό περιβάλλον ζούσε ο μικρός Τσαρούχης αλλά καταλάβαινε πως εκτός από τον κόσμο που κατοικούσε στα σπίτια αυτά – που έμοιαζαν σαν παλάτια – υπήρχε κι ένας άλλος κόσμος που οι άλλοι αστοί είχαν καταδικάσει σε ανυπαρξία. «Ό,τι ήξερα από το λαϊκό κόσμο, το ήξερα από το συμμαθητή μου Νίκο Καββαδία, τον ποιητή, καθότι εγώ στον Πειραιά ζούσα μέσα στα σαλόνια που εμιμούντο τα Ευρωπαϊκά σαλόνια», εξομολογείτο ο ίδιος. Αλλά «αυτός ο λαός πολύ γρήγορα γίνηκε δάσκαλός μου και σύμβουλός μου και μου έμαθε παλιούς τρόπους αυθεντικούς».
Όταν οι γονείς του έλειπαν στην Ελβετία με την άρρωστη αδελφή του, ο μικρός Γιάννης έμενε στο νεοκλασικό αρχοντικό της θείας του Δέσποινας Μεταξά, έργο του Έρνεστ Τσίλλερ, ενώ απέναντί τους κατοικούσε ο ζωγράφος Βολονάκης. Τα σημειώνω αυτά γιατί αποτέλεσαν το σκηνικό των πρώτων παραστάσεων της ζωής του. Σ’ αυτό το σπίτι είδε μικρός και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε έρθει ως επισκέπτης και τον ρώτησε: «Τί θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Και ο εξαετής Τσαρούχης απήντησε αυθόρμητα: «Ζωγράφος».
Αυτή η αυτοπεποίθηση θα τον ακολουθήσει σ’ όλη του τη ζωή και είναι ο συνολικότερος και ο συνοπτικότερος χαρακτηρισμός που εξηγεί την προσωπικότητά του.
Στην Αθήνα
Το 1927 η οικογένεια Τσαρούχη εγκατέλειψε τον Πειραιά κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην οδό Ερμού στο Μοναστηράκι. Αλλά ο Πειραιάς θα ακολουθεί τον Τσαρούχη ως αδιάλειπτη και διηνεκής ανάμνηση. Τον ίδιο χρόνο εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τότε γνώρισε και τον Φώτη Κόντογλου κι έγινε βοηθός του. Κοντά του έκανε πολλά αντίγραφα από βυζαντινά και μεταβυζαντινά έργα. «Πάντως είχε μεγάλη επίδραση σε μια ορισμένη στιγμή επάνω μου ο Κόντογλου και ο Παρθένης μου έδωσε να καταλάβω τί είναι κλασική παράδοση» ομολογούσε ο ίδιος. «Δάσκαλοί μου», έλεγε, «ήταν ο Παρθένης, ο Κόντογλου, ο Πικιώνης και δάσκαλοι υπό την ευρύτερη σημασία ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός, και ο Κάλβος, ο Χαλεπάς και ο Καβάφης». Με τον Φώτη Κόντογλου πηγαίνει στο Άγιο Όρος το 1932 και γοητεύεται από τη μοναστική ζωή για να ξαναπάει στα γεράματά του (1983) και να εξομολογηθεί στο γέροντα Ιερόθεο. Τότε θυμόταν αυτό που του είχε πει ένας παπάς στη μικρή εκκλησία της οδού Ευαγγελιστρίας στο Μοναστηράκι. «Η αμαρτία παιδί μου, λευκαίνει την ψυχή όπως το κύμα της θάλασσας το βότσαλο».
Το 1934 αποχώρησε από τον Κόντογλου και απασχολείται με τη σκηνογραφία στα θέατρα. Τότε γνωρίζεται με τον Κάρολο Κουν και συγκροτούν μαζί την «Ελληνική Λαϊκή Σκηνή» με πρώτο έργο την «Ερωφίλη». Μετά φεύγει για το Παρίσι και επιστρέφει για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και το 1940 επιστρατεύεται και φεύγει για το Μέτωπο, όπου και παρασημοφορείται.
Στην κατοχή, για να επιβιώσει, δούλευε στο θέατρο ή εργαζόταν ως συντηρητής εικόνων διαφόρων ιδιωτικών συλλόγων, ακόμη και σχεδιαστής μικρών επίπλων σε εξοχικά σπίτια. Στην Κηφισιά γνώρισε τον Σωτήρη Σπαθάρη και καταπιάστηκε με τις αξέχαστες «σκιές» του Καραγκιόζη. «Ο Καραγκιόζης ήταν για μένα», έλεγε «ένα μεγάλο σχολείο μεγάλων διδαγμάτων».
Το 1950 πηγαίνει στο Παρίσι με πρόσκληση του μεγάλου Έλληνα τεχνοκρίτη Τεριάντ – Στρατή Ελευθεριάδη – που τον ώθησε να προχωρήσει στη δημιουργία της ζωγραφικής και ν’ αφήσει τη σκηνογραφία.
Εκθέσεις του παρουσιάζονται στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Βενετία και στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1958 του απονέμεται το βραβείο GUGGENHEIM.
Θαύμαζαν την παραδοσιακή, σύγχρονη ελληνική και διεθνή ζωγραφική του, τις μοναδικές σκηνογραφίες του, τα απίθανα αντικείμενά του και τόσες άλλες προσφορές σε τόσους άλλους τομείς. Μας έδειξε μιαν επαναστατική ζωγραφική στην Ελλάδα και μας έκανε ν’ αποκτήσουμε εθνική συνείδηση επάνω στην Ελληνική ζωγραφική.
Η ζωγραφική του
«Η ζωγραφική του Τσαρούχη έχει τη μυρωδιά των ασβεστωμένων τοίχων που κουβαλά μέσα μας η μνήμη του Γένους», τονίζει ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, ενώ ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης του έλεγε «Όλα σου τα έργα με κοιτάνε σαν άνθρωποι. Δεν μπορώ να μιλήσω».
Ήταν τολμηρός, ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος στις απόψεις του. «Συνδύαζε την παιδική αφέλεια με τη σοφία του ωρίμου εν πολλαίς εμπειρίαις άντρα» κατά το Γιάννη Νεγρεπόντη. Ενώ ο ίδιος τονίζει : «Η ζωγραφική υπάρχει μέσα μας, δε διδάσκεται ούτε στα μουσεία, ούτε στα σχολεία. Σπουδάζω σημαίνει προσπαθώ αυτό που έχω μέσα μου να το συνειδητοποιήσω, να το κάνω δικό μου. Συνειδητό και χειροπιαστό. Το θέμα της ζωγραφικής για μένα είναι η απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα. Προσπάθησα να αφεθώ πάντα ελεύθερος στα ρεύματα για να καταλαβαίνω ποια είναι η αληθινή μου αντοχή...».
Προτιμούσε την τέχνη των πτωχών και των αγράμματων με εικονογραφικό άξονα το ανθρώπινο σώμα. Είχε την έπαρση και τη σεμνότητα του Έλληνα και χαιρόταν την καταγωγή του που παρά την θλίψη για τον τόπο και το χρόνο που ζούσε, πίστευε σε μιαν Ελλάδα ένδοξη, ταλαίπωρη και ταλαιπωρημένη από τους ίδιους τους γόνους της. Με τον Τσαρούχη, οι Ερμήδες και οι Νάρκισσοι, οι Αη-Γιώργηδες και οι Αη-Δημήτρηδες άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας στους δρόμους της κάθε εποχής και του κάθε πολιτισμού.
Ο Τσαρούχης δεν υπήρξε Έλληνας επειδή ζωγράφιζε ναύτες και στρατιώτες που χόρευαν ζεϊμπέκικο σ’ απομακρυσμένες ακρογιαλιές και μυστηριακά καφενεία αλλά γιατί είχε στοχαστεί βαθιά σ’ αυτό που λέγεται Ελλάδα. Γι’ αυτό τόνιζε «την Ελλάδα την συνειδητοποιεί κανείς μόνο όταν είναι μακριά της. Χρόνια ο Ελληνισμός είχε ζήσει εκεί που υπήρχε Ελληνική Παιδεία» και ακόμη έλεγε : «Οι αρχαίοι Έλληνες εγνώριζαν τον ήλεκτρον, όπως και την Ηλέκτρα, αλλά όχι τον ηλεκτρισμό. Είμαι βέβαιος ότι αν εγνώριζαν την ατομική ενέργεια δε θα έκαναν βόμβες. Όπως οι Κινέζοι που γνώριζαν την πυρίτιδα δεν έκαναν κανόνια αλλά...πυροτεχνήματα». Γι’ αυτό πολλοί τον εκλαμβάνουν ως ιδιόρρυθμο και ευφυολόγο ενώ αναδεικνύεται ως γνήσιος καλλιτέχνης και σωστός άνθρωπος με
«την εκ των ένδον ανακάλυψη» του υπερβατικού βυζαντινού πολιτισμού με τον κλασικό Ελληνισμό και με προέκταση τον λαϊκό πολιτισμό.
Τα βιβλία του
Πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως κορυφαίος Έλληνας σκηνογράφος αλλά κι ένας διεισδυτικός στοχαστής κι ένας γλαφυρός συγγραφέας, στα τιτλοφορούμενα βιβλία του : «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», «εγώ ειμί πτωχός και πένης», «αγαθόν το εξομολογείσθαι», «μάτην ονείδισαν την ψυχήν μου» και άλλα με αποκορύφωμα τη «ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ» που εξέδωσε το ίδρυμα το 1990. Για τους νέους έλεγε : «Η σημερινή νεολαία έχει γερά νεύρα αλλά δειλό μυαλό. Δειλιάζει να ανακρίνει κάθε πρωί τον εαυτό της, να μάθει ποια είναι κι ελπίζει να μπαλωθεί με κάποιο ψευτόμυθο. Εγώ θα μάθαινα ένα παιδί να δουλεύει από μικρό αντίθετα μ’ αυτό που προσπαθούμε σήμερα : να μένουμε παιδιά ως τα σαράντα μας».
Έδρασε καταλυτικά σαν ένας μεγάλος Δάσκαλος του Έθνους μας είτε το θέλουμε είτε όχι αφήνοντας μια πηγή να αρδεύει συνεχώς τον αγρό της Ελληνικής ζωγραφικής. «Η τέχνη του και η σκέψη του ισορρόπησαν λαμπρά τους πιο γνήσιους Ελληνικούς χυμούς με την πιο γόνιμη Ευρωπαϊκή πείρα» προλογίζει ο Μάριος Πλωρίτης. Ο σύγχρονός του ποιητής Νίκος Γκάτσος επισήμανε ότι ο Γιάννης Τσαρούχης δεν είναι μόνο ένας μεγάλος ζωγράφος αλλά «ένας μυσταγωγός της ποίησης, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου και συγχρόνως ένας οξύς παρατηρητής της ανθρώπινης ζωής, που η διαπεραστική του ματιά την ανατέμνει και την εναποθέτει συνεχώς στην προοπτική της δικής του κλίμακας των αξιών». Κανένας δεν αφουγκραζόταν τους πόνους αυτού του τόπου και δεν πονούσε τόσο για την παρακμή του όσο εκείνος. Τόσο, που τα παράπονά του και οι σαρκασμοί του δεν ήταν στο τέλος – τέλος παρά αυτοσαρκασμοί και κραυγές αγάπης δυνατής και απεγνωσμένης. Είχε μιαν ανησυχία της ψυχής του ως καλλιτέχνης, ως άνθρωπος αλλά κυρίως ως Έλληνας, που τίποτε δε θεωρεί πιο τιμαλφές από την αγάπη του για την Ελλάδα. «Είμαστε όλοι μας Φιλέλληνες» έλεγε χαριτολογώντας για τον αφελληνισμό μας.
Αγιογράφος των παθών
Κατάφερε να συνδυάσει στη ζωή και στο έργο τις αντίθετες αξίες : την παράδοση και το γκρέμισμα των ειδώλων, την πίστη του πνευματικού μοναχού με τη λατρεία του ειδωλολάτρη, την παιδική αφέλεια με τη σοφία του ωρίμου. Ατίθασος στον ειδωλολατρισμό, ταπεινός στην παραδοσιακή χριστιανοσύνη του. «Δεν έχω άλλο καταφύγιο από το Θεό. Το κουράγιο μου να ζήσω το δίνει ο Θεός», μονολογούσε.
Ήταν ο αγιογράφος των παθών και των προσώπων, ο ασκητής του Μαρουσιού. Έτσι ατένισα τη βιβλική του μορφή τη Μεγάλη Παρασκευή στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Μαρούσι, όταν τον μετέφεραν με την αναπηρική καρέκλα για να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο και όπως έλεγε ο Κώστας Λανταβός «είχα την αίσθηση πως βρισκόταν δίπλα σε μια μορφή αγίου που πριν λίγο είχε δραπετεύσει από κάποιο τέμπλο εκκλησίας». Και πράγματι, εκείνο το καλοκαίρι του 1989 αφέθηκε στο «μυστήριο του θανάτου» ο αιώνιος στη σκέψη και στην ψυχή στοχαστής του Μαρουσιού, ο μονήρης μέσα στον κόσμο. Στο Α΄ Νεκροταφείο, σένα αττικό ακροκέραμο αναπαύεται ένα Ελληνικό πνεύμα, ο αιώνια Αρκαδομαρουσιώτης Γιάννης Τσαρούχης, ενώ η μνήμη του διαιωνίζεται με το ίδρυμά του, στο Μουσείο Τσαρούχη καθότι η πιο αυθεντική βιογραφία ενός ζωγράφου γράφεται από τα έργα του.
Έτσι μας υποχρεώνει για μια επίσκεψη – προσκύνημα στο μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη που έπαιρνε το απλό, το ταπεινό και το έκανε μεγάλο όσο μικρή κι αν είναι η Ελλάδα, χαράζοντας τη συνέχειά της στους νεώτερους. «την εκ των ένδον ανακάλυψη» του υπερβατικού βυζαντινού πολιτισμού με τον κλασικό Ελληνισμό και με προέκταση τον λαϊκό πολιτισμό.
Τα βιβλία του
Πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως κορυφαίος Έλληνας σκηνογράφος αλλά κι ένας διεισδυτικός στοχαστής κι ένας γλαφυρός συγγραφέας, στα τιτλοφορούμενα βιβλία του : «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», «εγώ ειμί πτωχός και πένης», «αγαθόν το εξομολογείσθαι», «μάτην ονείδισαν την ψυχήν μου» και άλλα με αποκορύφωμα τη «ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ» που εξέδωσε το ίδρυμα το 1990. Για τους νέους έλεγε : «Η σημερινή νεολαία έχει γερά νεύρα αλλά δειλό μυαλό. Δειλιάζει να ανακρίνει κάθε πρωί τον εαυτό της, να μάθει ποια είναι κι ελπίζει να μπαλωθεί με κάποιο ψευτόμυθο. Εγώ θα μάθαινα ένα παιδί να δουλεύει από μικρό αντίθετα μ’ αυτό που προσπαθούμε σήμερα : να μένουμε παιδιά ως τα σαράντα μας».
Έδρασε καταλυτικά σαν ένας μεγάλος Δάσκαλος του Έθνους μας είτε το θέλουμε είτε όχι αφήνοντας μια πηγή να αρδεύει συνεχώς τον αγρό της Ελληνικής ζωγραφικής. «Η τέχνη του και η σκέψη του ισορρόπησαν λαμπρά τους πιο γνήσιους Ελληνικούς χυμούς με την πιο γόνιμη Ευρωπαϊκή πείρα» προλογίζει ο Μάριος Πλωρίτης. Ο σύγχρονός του ποιητής Νίκος Γκάτσος επισήμανε ότι ο Γιάννης Τσαρούχης δεν είναι μόνο ένας μεγάλος ζωγράφος αλλά «ένας μυσταγωγός της ποίησης, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου και συγχρόνως ένας οξύς παρατηρητής της ανθρώπινης ζωής, που η διαπεραστική του ματιά την ανατέμνει και την εναποθέτει συνεχώς στην προοπτική της δικής του κλίμακας των αξιών». Κανένας δεν αφουγκραζόταν τους πόνους αυτού του τόπου και δεν πονούσε τόσο για την παρακμή του όσο εκείνος. Τόσο, που τα παράπονά του και οι σαρκασμοί του δεν ήταν στο τέλος – τέλος παρά αυτοσαρκασμοί και κραυγές αγάπης δυνατής και απεγνωσμένης. Είχε μιαν ανησυχία της ψυχής του ως καλλιτέχνης, ως άνθρωπος αλλά κυρίως ως Έλληνας, που τίποτε δε θεωρεί πιο τιμαλφές από την αγάπη του για την Ελλάδα. «Είμαστε όλοι μας Φιλέλληνες» έλεγε χαριτολογώντας για τον αφελληνισμό μας.
Αγιογράφος των παθών
Κατάφερε να συνδυάσει στη ζωή και στο έργο τις αντίθετες αξίες : την παράδοση και το γκρέμισμα των ειδώλων, την πίστη του πνευματικού μοναχού με τη λατρεία του ειδωλολάτρη, την παιδική αφέλεια με τη σοφία του ωρίμου. Ατίθασος στον ειδωλολατρισμό, ταπεινός στην παραδοσιακή χριστιανοσύνη του. «Δεν έχω άλλο καταφύγιο από το Θεό. Το κουράγιο μου να ζήσω το δίνει ο Θεός», μονολογούσε.
Ήταν ο αγιογράφος των παθών και των προσώπων, ο ασκητής του Μαρουσιού. Έτσι ατένισα τη βιβλική του μορφή τη Μεγάλη Παρασκευή στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Μαρούσι, όταν τον μετέφεραν με την αναπηρική καρέκλα για να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο και όπως έλεγε ο Κώστας Λανταβός «είχα την αίσθηση πως βρισκόταν δίπλα σε μια μορφή αγίου που πριν λίγο είχε δραπετεύσει από κάποιο τέμπλο εκκλησίας». Και πράγματι, εκείνο το καλοκαίρι του 1989 αφέθηκε στο «μυστήριο του θανάτου» ο αιώνιος στη σκέψη και στην ψυχή στοχαστής του Μαρουσιού, ο μονήρης μέσα στον κόσμο. Στο Α΄ Νεκροταφείο, σένα αττικό ακροκέραμο αναπαύεται ένα Ελληνικό πνεύμα, ο αιώνια Αρκαδομαρουσιώτης Γιάννης Τσαρούχης, ενώ η μνήμη του διαιωνίζεται με το ίδρυμά του, στο Μουσείο Τσαρούχη καθότι η πιο αυθεντική βιογραφία ενός ζωγράφου γράφεται από τα έργα του.
* προδημοσίευση από το περιοδικό ΥΦΟΣ χειμώνας 2008
** δείτε περισσότερα για τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη στο : http://www.tsarouchis.gr/
Το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη λειτουργεί από Τετάρτη μέχρι και Κυριακή από τις 9 π.μ. ως τις 2 μ.μ.Την Δευτέρα και την Τρίτη είναι κλειστό για το κοινό.Το εισιτήριο είναι 3 ευρώ και 1,5 ευρώ το φοιτητικόκαι την Πέμπτη η είσοδος είναι ελεύθερη.Πλουτάρχου 28, Μαρούσι 151 22 ( Δίπλα στο σταθμό του ΚΑΤ )τηλέφωνα: 210 8062 636-7, fax: 210 8062 636e-mail: info@tsarouchis-museum.org.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου