* on-line.gr *

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Editorial: Το περιοδικό μας ξεκίνησε από τον Πάνο Σ. Αϊβαλή, δημοσιογράφο πριν είκοσι δυο χρόνια [1996] με μοναδικό σκοπό την παρουσίαση όλων των τάσεων της Λογοτεχνίας -ελληνικής και ξένης- με κύρια έμφαση στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. [ http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Yfos/Yfos.html ]
Η Φωτό Μου
Επιμέλεια Σελίδας: Πάνος Αϊβαλής - kepeme@gmail.com...............................................................................
δ/νση αλληλογραφίας: Μεσολογγίου 12 Ανατολή Νέα Μάκρη 190 05, τηλ. 22940 99125 - 6944 537571
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Powered By Blogger

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος

ΠΟΙΗΣΗ

Με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του
της περιόδου 1970-2010

Γράφει ο Μιλτιάδης Ζέρβας
Τι να πει κανείς για το Γιώργο που να μην φαντάζει λίγο και μικρό;
Σε προδίδουν οι λέξεις. Καταλαβαίνεις ότι έχουν περιορισμένες δυνατότητες.
Πώς να χωρέσει μια ζωή σε 200 σελίδες τυπογραφικού χαρτιού;
Είναι άραγε δυνατόν να μπει σ’ ένα βιβλίο η ματιά του ποιητή για τα πράγματα,  η συμπόνιά του για τα πάθη των ανθρώπων, η δροσερή, παιδική θα έλεγες, αντίληψη για το θαύμα της ζωής;
Νιώθεις να ξεχειλίζει από τα φύλλα του βιβλίου η έννοια της Ελλάδας σαν λαϊκής πατρίδας και μητριάς ταυτόχρονα για τα παιδιά της. Ο έρωτας σαν αίσθημα που απογειώνει, αλλά και προσγειώνει παράλληλα ανώμαλα τα πλάσματα τα ξεστρατισμένα της ανθρώπινης πορείας.
Η Μοναξιά, η Αλλοτρίωση, ο Αποχωρισμός κι ο Θάνατος διατρέχουν τις σελίδες των βιβλίων του.
Γνωριστήκαμε με τον Γιώργο Μαρκόπουλο γύρω στα 1974.
Μας έφερε κοντά και μας έκανε φίλους η κοινή μας αγάπη για την ποίηση. Εκείνος ένας αναγνωρισμένος νέος ποιητής και εγώ ένας αναζητητής.
Μεταπολίτευση κι ήταν όλα δικά μας. Δικός μας ο κόσμος όλος, δική μας όλη η Αθήνα, δικοί μας κι οι δρόμοι της, καταδίκες μας κι όλες οι νύχτες. Μεταδικτατορικά χρόνια γεμάτα προσδοκίες και ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο και τον καθένα από μας.
Ατέλειωτες συναντήσεις που αρχίζουν σε φοιτητικά διαμερίσματα με έντονες συζητήσεις πολιτικού περιεχομένου και καταλήγουν σε συνοικιακά ταβερνάκια με γαρμπίλι να σκεπάζει το χώμα, ψάθινες καρέκλες, γιασεμί κι αγιόκλιμα να κρέμονται από τις μάντρες, με τον Βαμβακάρη, τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη να τραγουδάνε για μας από Τζουκ – Μποξ της εποχής και με τη ρετσίνα να ρέει σε ποταμάκια, ασταμάτητα.
Με τη γνώση όμως ότι αυτή η Ελλάδα, αυτή η Αθήνα που γευόμασταν, θα κυλήσει, θα χαθεί και θα σβήσει, ανεπιστρεπτί.
Από μικρός στη βιοπάλη ο Ποιητής. Παιδί του κουρείου στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε. Ταπεινής καταγωγής, όπως ομολογεί ο ίδιος. Αυτή η καταγωγή, όμως, να αποτελεί για τον ποιητή τον πλούτο και την προίκα του.
Στο τέλος της εφηβείας εγκαταλείπει τη γενέθλια πόλη του, τη Μεσσήνη κι έρχεται γεμάτος ομορφιά, τρυφερότητα και ανθρωπιά για να μεταλαμπαδεύσει τις αρετές της ιδιαίτερης πατρίδας του στην απάνθρωπη Αθήνα.
Εσωτερικός μετανάστης, λοιπόν, ο ποιητής, παραμένει για χρόνια κάτοικος του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, διατηρώντας στην ψυχή του για την αθωότητα των νηπίων και την τρυφερότητα των λαϊκών ανθρώπων. Χρόνια τώρα βλέπει από το μικρό του διαμέρισμα τον κόσμο να αλλάζει και καταφεύγει συχνά στους απωλεσθέντες παραδείσους των παιδικών του χρόνων και στον μαγικό κόσμο της ποίησης. Παραμένει σταθερά ένας άνθρωπος που ξεχειλίζει τρυφερότητα, θαλπωρή και κατανόηση, κατακτώντας γι’ αυτό, εκτός από μαγευτικούς στίχους και αφοσιωμένους φίλους.
Προσπαθώντας να κατευνάσει το σκιάχτρο της μοναξιάς από την περίοδο της ατίθασης νεότητας, «μοναξιάρης» από συνείδηση τώρα στην ωριμότητα,  εξακολουθεί να παραμένει στεφανωμένος από την ανταύγεια μιας παιδικής αμεριμνησίας, αφιλοκερδής και γλυκύτατος, με μια ογκώδη αγάπη για τον άνθρωπο, να πληγώνεται εύκολα με τον ξένο πόνο το ίδιο όπως και με τον δικό του. Ποτέ να μην το βάζει κάτω, να σηκώνεται πάντα για να προχωρήσει με πείσμα στο δικό του μοναδικό δρόμο.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι βαθύς γνώστης της παγκόσμιας, ιδιαίτερα όμως της νεοελληνικής ποίησης. Τον έδεναν στενές φιλίες με ποιητές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Γ. Κοντός. Τον δένουν φιλίες με ποιητές όπως ο Λευτέρης Πούλιος, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Αντώνης Φωστέρης.  Είναι γνωστή η αφοσιωμένη κι αμετακίνητη αγάπη του για τον Γιώργο Σεφέρη, τον Δημήτρη Παπαδίτσα και τον Τάσο Λειβαδίτη.
Λαϊκών καταβολών δημιουργός, πολυγραφότατος, συνθέτει σε μια γλώσσα λαϊκή μια ποίηση βιωματική, έτσι ώστε να καταλήγει η ποίησή του να είναι η ίδια η ζωή του. Κάποιες φορές φλερτάρει χαριτωμένα με τον πεζό λόγο, όπως έχουν κάνει άλλωστε κι άλλοι μεγάλοι ποιητές μας, σαν τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη.
Όπως δηλώνει ο ίδιος: «Αγαπώ καθετί καλό στη ελληνική ποίηση. Είναι πολύ δυνατή και έχω τραφεί από αυτήν».
Για τον Τάσο Λειβαδίτη λέει «Με συγκινεί αφάνταστα η τρυφερότητα και ο βαθύτατος ανθρωπισμός του». Και για τον Δημήτρη Παπαδίτσα αναφέρει «Με συγκινεί η ρώμη του στίχου του. Τα ποιήματά του είναι ένα μουσικό όργανο χωρίς κανένα φάλτσο».
Τέλος, για την εκκλησιαστική μας υμνογραφία, από την οποία έχει επηρεαστεί βαθύτατα, δηλώνει «Η νεκρώσιμη ακολουθία είναι από τα πιο συγκλονιστικά μας ποιήματα που έχω διαβάσει».
Η θεματολογία του είναι για μια πατρίδα με ποικίλα πρόσωπα όπως είπαμε μάνα και μητριά ταυτόχρονα. Η γυναίκα σαν αξεπέραστο σύμβολο λατρείας, αλλά και οι ανεκπλήρωτοι έρωτες που συχνά την συνοδεύουν, οι ισχυροί γονικοί δεσμοί, η απωλεσμένη ιδεολογική αυστηρότητα της εφηβείας και της νεότητας, η αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ποίησης, ο πόνος της απώλειας προσώπων που αγαπήσαμε και η συνακόλουθη αξεπέραστη αγωνία του θανάτου, η θλίψη και η μοναξιά.
Με τους στίχους του ζωγραφίζει, ζωηρά και παραστατικά, τις εναλλασσόμενες μικρές και αντιπροσωπευτικές εικόνες της Ελλάδας∙
«Μυτερά της νεαρής τσιγγάνας τα στήθη
σαν τσαντίρα υψώνονται τον Ιούνιο».
Κι αλλού.
«Τα βιβλιάρια του ΙΚΑ είναι οι καλύτεροι πίνακες
που είδα ποτέ μου ζωγραφικής».
Και ο εμβληματικός Πειραιάς, με τους χαρακτηριστικούς στίχους στην εισαγωγή και στο τέλος του ποιήματος «Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Πειραιά»:
«Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Πειραιά
ψαροκασέλες φέρνοντας κι αλεύρι
και η πόλη να σ’ ακολουθεί από μακριά, πιστή».
Παλαιότεροι στίχοι του παραπέμπουν προφητικό θα ’λεγες, στη σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα μας:
«Ποιος είναι που είπε ότι  ο πόλεμος τέλειωσε;
Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Δεκάδες οι νεκροί όταν γυρίζεις σπίτι σου
                                                 την αυγή.
Την ώρα που κλείνουν οι κινηματογράφοι.
Την ώρα που κλείνουν οι ταβέρνες
και σωρός τα σκουπίδια μαζεύονται
                                          στην εξώπορτα.
Δεκάδες οι νεκροί στις γωνιές. Ωραία παιδιά
πεσμένα μπρούμυτα
με τους γυλιούς και τα αμπέχωνά τους
                                     πεταμένα στη σκόνη.
Διαβάτη πρωινέ πρόσεχε μην τα πατήσεις.».
Και αλλού στίχοι που παραπέμπουν στην επίπλαστη «ανάπτυξη» και «ευημερία» των προηγούμενων δεκαετιών που όλοι μας ζήσαμε.
«Εδώ, εδώ όλα, τρακτέρ βουλιαγμένα
κύλινδροι οδοστρωτήρες
εκσκαφείς της Κατερπιλάρ, της Ντόιτς, εδώ, εδώ όλα
και μαζί τους χιλιάδες αιώνια «σ’ αγαπώ»
που ειπώθηκαν ανάμεσα σε παλιοσίδερα και γαϊδουράγκαθα».
Στις ποιητικές συλλογές του, ωστόσο, κυριαρχούν μικρά αριστουργήματα που παντρεύουν αριστοτεχνικά τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τη μοναξιά και την ενηλικίωση, όπως αυτά που ακολουθούν∙
«Με τ’ όνομά σου να σε φωνάξω πια, δεν μπορώ
πλην όμως, ένα κάποιο, στείλε μου σήμα.
Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό
                         στην κάνη του πιστολιού.
Είμαι μόνος και σε περιμένω».  
Κι αλλού:
«Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα;
Θέλει λέξεις ξεχασμένες,
                          όπως το φόρεμα που πέταξες
στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου
                                           κι έγινες γυναίκα».
Υπάρχουν όμως κι άλλοι πιο δραματικοί στίχοι όπως αυτοί για τις κλειστές μπλούζες:
«Οι κλειστές μπλούζες
είναι για να κρύβουν
          τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες
που άφησαν οι αόρατες σφαίρες
                    μες στα σπλάχνα μας».
Θα κλείσουμε αυτή τη μικρή αναφορά από το έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου με ένα αποχαιρετιστήριο ποίημά του
«Καθώς θα φεύγεις
παίρνοντας την καμπαρντίνα σου
και το καπέλο σου
κάνοντας μια κίνηση αόριστη
όπως όλοι όσοι φεύγουνε για πάντα
η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή
υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου
με την ψύχρα και τους μοναχικούς του πελάτες…».
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ξεχωριστός σε έκταση και σε βάθος ποιημάτων δημιουργός, είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70.
Το έργο του έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις.
Το 1996 του απονέμεται το Βραβείο Καβάφη.
Το 1999 του απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Μην σκεπάζεις το ποτάμι.
Το 2011 του απονέμεται για δεύτερη φορά το κρατικό βραβείο ποίησης για την ποιητική του συλλογή Ο κρυφός κυνηγός.
Την ίδια χρονιά του απονέμεται, για το σύνολο του έργου του, το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.

Σήμερα, σαν άλλος Νέστορας, ο Γεώργιος Μαρκόπουλος περιδιαβαίνει τα μαγαζιά και τα δρομάκια της πλατείας Βικτωρίας, έχοντος γεμάτο το καρότσι του με τα ημερήσια ψώνια κι έχει πάντα στο στόμα του ένα καλό λόγο να πει με τους μαγαζάτορες και τους κατοίκους που συναντά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: