Ο γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, Κωνσταντίνος Δημητριάδης, γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία μεγάλωσε, σπούδασε (κλασική φιλολογία), εργάστηκε (πάντα στο χώρο του βιβλίου), και με την οποία ταυτίστηκε.
Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, Χριστιανόπουλος, θα το δανειστεί από το «χριστιανόπουλο» του ομώνυμου τραγουδιού των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων που μεσουρανούσαν το 1950 όπου και ξεκινούσε την πορεία του στα γράμματα, και από τις οποίες πέρασε και ο ίδιος.
Ψευδώνυμο επιλεγμένο προσεκτικά ―όπως διαλέγουν τις λέξεις οι ποιητές― ως αντίστιξη στην ερωτική και ασεβή ποίηση του, η οποία καταπιάνονταν με ένα θέμα ταμπού όχι μόνο για την μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά και για πολύ πιο «προχωρημένες» χώρες για πολλές δεκαετίες μετά.
Το 1950 που δημοσιεύει την πρώτη του συλλογή, την «Εποχή των ισχνών αγελάδων», είναι μόλις 19 ετών. Η έκδοση ενός ανοικτά ομοφυλόφιλου ποιητή είναι κάτι πρωτοφανές για τα ήθη της εποχής (οι προγενέστεροι του, όπως ο Καβάφης και ο Λαπαθιώτης μίλησαν πολύ πιο υπαινικτικά).
Ο Χριστιανόπουλος θα γράψει για τον ομοφυλόφιλο έρωτα, τη μοναξιά, το πάθος, και το κοινωνικό περιθώριο, χωρίς ποτέ να κρύψει τη φύση του, αλλά και χωρίς αυτή να περιορίζει τον ποιητικό του ορίζοντα.
Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζονταν ως «ομοφυλόφιλος ποιητής» ο οποίος «εκφράζει θέλοντας και μη ομοφυλόφιλα αισθήματα», σε αντίθεση με ποιητές που «γράφουν για τους ομοφυλόφιλους» ― στους ποιητές δηλαδή που προσαρμόζουν και περιορίζουν το έργο τους για το σχετικό κοινό.
Ο Χριστιανόπουλος ήταν αυτό που οι Αγγλοσάξωνες χαρακτηρίζουν «κατά πάντων, χωρίς διακρίσεις» (equal opportunity offender). Χαιρόταν όταν διαφορετικά ποιήματα του ενοχλούσαν «τους ομοφυλόφιλους, τους χριστιανούς, τους κομμουνιστές, τους εθνικιστές και διάφορους άλλους».
Με τον ίδιο τρόπο δεν μάσησε τα λόγια του στην κριτική και τα σχόλια που έκανε για τους ομότεχνους του και τα παρασκήνια του «συναφιού», χωρίς να αφήνει στο απυρόβλητο ούτε καταξιωμένες «ιερές αγελάδες» όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, και ο Ρίτσος.
Πέρα από τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, οι τσουχτερές δηλώσεις του, συχνά ακριβοδίκαιες αλλά ενίοτε συνοδευόμενες από ένα τόνο κουτσομπολιού και πικρίας, συντέλεσαν στην λογοτεχνική του απομόνωση. Τελευταίο κρούσμα η δημοσίευση από τον ΙΑΝΟ του βιβλίου «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», με ανέκδοτες συνομιλίες του ποιητή, το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις στο λογοτεχνικό χώρο.
Για τον ίδιο η απομάκρυνση από κάθε εξάρτηση και κάθε ψεύτικη συνάφεια ήταν θέμα αξιοπρέπειας. Θα αρνηθεί να λάβει την τιμητική «λογοτεχνική σύνταξη», θα πει όχι στο Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων το 2012 («Δε θέλω ούτε τα βραβεία, ούτε τα λεφτά τους»), και θα σνομπάρει την τιμητική εκδήλωση που διοργάνωσε γι’ αυτόν το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου το 2005, αλλά και τη χρηματοδότηση του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Αν τα παραπάνω δίνουν την εντύπωση ενός ερημίτη εκτός των καλλιτεχνικών πραγμάτων, αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια (με την εξαίρεση, ίσως, της τελευταίας δεκαετίας ζωής του ποιητή).
Ως ποιητής, συγγραφέας, δοκιμιογράφος, λαογράφος, και μεταφραστής, ο Χριστιανόπουλος συνεργάστηκε με πάρα πολλά έντυπα, ενώ υπήρξε και ο ίδιος ιδρυτής και διευθυντής του επιδραστικότατου λογοτεχνικού περιοδικού «Διαγώνιος», και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, αλλά και του χώρου εκθέσεων «Μικρή Διαγώνιος».
Εκτός από το εκδοτικό, κριτικό, και ποιητικό του έργο, ο Χριστιανόπουλος υπήρξε βαθύς γνώστης του ρεμπέτικου, με αρκετές μελέτες πάνω στο μουσικό αυτό είδος, αλλά και μονογραφίες για τον Τσιτσάνη. Τραγουδούσε μάλιστα και ο ίδιος, ως μέλος της κομπανίας «Η παρέα του Τσιτσάνη», με πολλές συναυλίες, αλλά και ένα διπλό δίσκο στο ενεργητικό του. Ποιήματα και στίχοι του ίδιου άλλωστε μελοποιήθηκαν, από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Διονύση Σαββόπουλο, και τον Στράτο Παγιουμτζή (και αρκετούς ακόμη).
Στα «Τραγούδια της Αμαρτίας», το δίσκο του όπου μελοποιεί Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει ως υποσημείωση ότι «η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος». Ο Χριστιανόπουλος, ως ποιητής είναι και ο ίδιος βυζαντινός και αρχαίος, συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο τα δυο αυτά στοιχεία: τον έρωτα και την αμαρτία.
Ας τον αποχαιρετήσουμε με μερικούς από τους γνωστότερους και λιγότερο γνωστούς στίχους του:
# Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
# Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα.
# Σαν τους αριστερούς
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι.
Αυτοί για το ψωμί, εμείς για το κορμί.
Αυτοί για λευτεριά, εμείς για έρωτα.
Για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.
# Η κακιά στιγμή
«Τα μάθατε; Ο τάδε το και το».
Έτσι μια μέρα θα ’ρθει κι η σειρά μας∙
μια αστοχία, μια κακιά στιγμή,
και κουρελιάζεσαι για όλη τη ζωή σου.
Θεέ μου, φύλαγε απ’ την κακιά στιγμή,
κάνε ν’ αργήσει η αναπόφευκτη στιγμή,
που η νέμεση χαρίζεται στους κουτσομπόληδες
και κάνουν γλέντι την καταστροφή μας.
# Έρωτας
Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.
# Η θάλασσα
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
# Σχόλιο
Ένας άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του.
Σε κάποιο απ’ αυτά απευθυνόταν «σ’ ένα ποιητή ομοφυλόφιλο» και του ‘λεγε πως ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε να γράψει ένα ποίημα. Πήρα μολύβι και σημείωσα από
κάτω: «Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα
ποιήματα. Το ποίημα δε βγαίνει απ’ το ξέσκισμα του
κώλου, αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής».
Πηγή: https://thepressproject.gr/enos-leptou-sigi-gia-to-ntino-christianopoulo/