Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το τέταρτο βιβλίο της Φανής Γεωργαντζόγλου-Κασδόνη, με τον τίτλο "Ένα κοριτσάκι θυμάται...." αφηγήματα εκδόσεις ΥΦΟΣ, σελ. 104, Αθήνα 2012 με προσωπικές αφηγήσεις από την πλούσια βιωματική ζωή της συγγραφέως.
Εικόνες δοσμένες από μια πανέμορφη αλλοτινή Αθήνα, που κατέστρεψαν οι εργολάβοι και οι δεξιές κυβερνήσεις μετά το πόλεμο κατασκευάζοντας μια αβίωτη πόλη ή ένα απέραντο Φρενοκομείο κατά τον μέγα Εθνάρχη (που από τα μαλάματα φαγώθηκε το πρόσωπό της όπως λέει ο ποιητής Γ. Σεφέρης) και που όπως μας περιγράφει η συγγραφέας το σπίτι που κατοικούσε στην Φιλελλήνων είχε κήπο... με ελάχιστα αυτοκίνητα ....
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣΉταν Αύγουστος του 1944. Εκείνο το πρωί όταν πήγα να
επισκεφθώ τη μητέρα μου, τη βρήκα αναστατωμένη. Τη ρώτησα τι έχει; Τι
συμβαίνει; Με δάκρυα στα μάτια άρχισε να μου λέει τι ακριβώς είχε
συμβεί το προηγούμενο βράδυ.
Έμενε με τη μικρή μου αδελφή και με τον δεύτερο σύζυγο της (είχε
πάρει διαζύγιο από τον πατέρα μας το 1938). Ο άνδρας της ήταν
Ισραηλίτης και αγαπούσε τη μητέρα μας τόσο πολύ που βαπτίσθηκε
Χριστιανός Ορθόδοξος. Ο γάμος τους έγινε στην Εκκλησία της Αγίας
Παρασκευής. Η αδελφή μου κι εγώ παραβρεθήκαμε στο γάμο της, διότι
καθώς έλεγε η μητέρα μας, ποτέ δεν θα είχαμε καμία αμφιβολία περί
τούτου.
Το προηγούμενο λοιπόν βράδυ κατά τις 11, χτύπησε η πόρτα,
άνοιξαν και βλέπουν έναν Γερμανό αξιωματικό και έναν Έλληνα, να
ορμούν σχεδόν μέσα στο σπίτι ζητώντας τον πατριό μας. Εκείνος
παρουσιάστηκε αμέσως και τους ρώτησε τι θέλουν. «Πάρε για κουβέρτα και
ακολούθησε μαζ», του απάντησε ο Έλληνας. Εκείνος κατάλαβε αμέσως περί
τίνος επρόκειτο και πήγε και τους έφερε τα χαρτιά της βαπτίσεώς του.
«Αυτά είναι ψεύτικα, δεν ισχύουν» του λέει ο Έλληνας. «Πάρε μια
κουβέρτα και θα μας ακολουθήσεις. Πρώτα όμως θα κάνουμε έρευνα σε όλο το
σπίτι». Η καημένη η μάνα μου με δάκρυα στα μάτια τους παρακάλεσε να
μην μπουν στο δωμάτιο που ήταν τελευταίο στο διάδρομο, όπου
υπήρχαν άλλα δύο υπνοδωμάτια, διότι εκεί κοιμόταν η κόρη της γυμνή,
λόγω της μεγάλης ζέστης του Αυγούστου. Χωρίς να απαντήσουν, οι δύο
λεβέντες προχώρησαν, άνοιξαν την πόρτα, το δυνατό φως που έριξαν
από έναν μεγάλο φακό επάνω στο κρεβάτι ξύπνησε την αδελφή μου, και
καθώς άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τους δύο άντρες τρόμαξε πάρα
πολύ. Όταν όμως είδε καλύτερα τον Έλληνα, με φωνή τρεμάμενη τον
ρώτησε: «Ανδρέα, τι θέλεις τέτοια ώρα με τον Γερμανό αξιωματικό στο σπίτι
μου; Βγείτε αμέσως έξω! Κι εσύ Ανδρέα, έλα μαζί μου στο σαλόνι να μου
εξηγήσεις τη στάση σου αυτή». Στο πρόσωπο του η αδελφή μου γνώρισε
έναν φίλο από τη νεανική τους παρέα. Αυτός κάτι ψιθύρισε στον
Γερμανό και ακολούθησε την αδελφή μου. Της είπε ότι έκανε λάθος. Σε
άλλο σπίτι ήθελε να πάει και βρέθηκε στο δικό της. Πάλι ψιθύρισε κάτι
στον Γερμανό και φύγανε.
Αυτά μου είπε η μητέρα μου. Εκείνο το βράδυ η αδελφή μου
γλίτωσε τον πατριό μας.
Μετά από αυτό το γεγονός, τόσο η μητέρα μου όσο και ο άνδρας
της είχαν τρομοκρατηθεί. Ο πατριός μας σκέφθηκε ότι θα έπρεπε να πάνε
να κρυφτούν στο βουνό. Η μητέρα μου όμως αρνήθηκε λέγοντας του ότι
δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά της: «Πήγαινε εσύ σε παρακαλώ, να
γλιτώσεις». Αλλά εκείνος αρνήθηκε: «Δεν σε αφήνω μόνη σου. Θα μείνω κι
εγώ εδώ, κοντά σου».
Δεν πέρασαν ούτε 15 μέρες και επαναλήφθηκε το ίδιο ακριβώς
σκηνικό, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πρωί. Όταν άνοιξαν την πόρτα
και πάλι μαζί με τον Γερμανό αξιωματικό ήταν και ένας Έλληνας
(προφανώς τους είχε ειδοποιήσει ο Ανδρέας ότι σ'αυτό το σπίτι θα βρείτε
έναν Ισραηλίτη). «Πάρε μια κουβέρτα και ακολούθησε μας» είπαν στον
πατριό μας. Εκείνος πήγε στο υπνοδωμάτιο τους να πάρει την κουβέρτα
και βρήκε τη μητέρα μας να κλαίει. Την ώρα που την αποχαιρετούσε,
ξαφνικά της μητέρας μου της ήρθε μια ιδέα. Πήγε στο ντουλάπι που
φύλαγε μερικές χρυσές λίρες, πήρε λίγες, τις έβαλε στα χέρια του και του
είπε: «Όταν θα βγαίνετε, πριν κλείσει η πόρτα πίσω σας, βάλε στα χέρια του
Έλληνα τις λίρες. Είναι η τελευταία σου ελπίδα να γλιτώσεις». Έτσι κι έγινε.Τον άφησαν...
Είναι βέβαιο ότι θα είχε ασφαλώς την ίδια τύχη που είχαν τόσοι
χιλιάδες Ισραηλίτες που ζούσαν στην Ελλάδα. Από το Νταχάου,
ελάχιστοι γύρισαν πίσω. Τη δεύτερη φορά ο πατριός μας γλίτωσε χάρη
στις λίρες.
Πρέπει να σας πω πού είχε βρει η μητέρα μας τις χρυσές λίρες. Ο
πατέρας μας ήταν αξιωματικός του Π. Ν. Το 1941 το έσκασε από την
Ελλάδα και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί έστελνε από το μισθό του
λίγες λίρες χρυσές τις οποίες παρελάμβαναν αξιωματικοί του Π. Ν. που
είχαν μείνει στην Ελλάδα και τις μοίραζαν στις οικογένειες των
συναδέλφων τους. Τη δεύτερη λοιπόν φορά γλίτωσε ο πατριός μας χάρη
στις λίρες του πατέρα μας!!
Θέλω να πω τελειώνοντας ότι δεν ανέφερε το επίθετο του Έλληνα
(του πρώτου που συνόδευε τον Γερμανό αξιωματικό) διότι δεν είναι εν
ζωή και έχει αφήσει πίσω του παιδιά. Ανήκε σε μια γνωστή οικογένεια
των Αθηνών. Ο πατέρας του ήταν Στρατηγός και όταν έμαθε τα
κατορθώματα του γιου του αρρώστησε βαριά από τον καημό του.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε η ποθητή λευτεριά, οι δικοί του
τον φυγάδεψαν στην Ελβετία και μετά εκείνος πήγε στην Αμερική όπου
έμεινε όλη του τη ζωή εκεί. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Η επιθυμία
του ήταν όταν θα πέθαινε να τον φέρουν πίσω στην πατρίδα και να τον
θάψουν στις Σπέτσες, όπως κι έγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου