Το βλέμμα του
πάντα παρόν!
Φίλιππου Νικολόπουλου
Αν/τη
Καθηγητή Κοινωνιολογίας
Παν/μίου
Ινδιανάπολης-Λογοτέχνη
Το νόημα της
«Αβάστακτης Ελαφρότητας του Είναι» (απ΄ το ομώνυμο γνωστό έργο του Μίλαν
Κούντερα) σκέφτεσαι, καθώς δεν μπορείς να δεχτείς εύκολα το οδυνηρό γεγονός του
απροσδόκητου και παράλογου τρόπου με τον οποίο έφυγε απ’ τη ζωή ο μεγάλος
Έλληνας σκηνοθέτης. Δεν αποκλείεται να βρεις και κάποια αντιστοιχία με σημεία
των κινηματογραφικών του έργων, σημεία θλίψης και πίκρας, που παραπέμπουν σε
ανάλογες στιγμές ή καταστάσεις ζωής, για τις οποίες δεν
μπορείς να εντοπίσεις το ακριβές «γιατί».
Ο Θ.Α. με τα
κινηματογραφικά του έργα αφηγείτο ιστορικά γεγονότα (με το δικό του ιδιόρρυθμο
τρόπο), εστίαζε με αναλυτικό μάτι σε προβληματικές κοινωνικές και πολιτικές
καταστάσεις, στοχαζόταν, φιλοσοφούσε, πρόβαλε ποιητικούς συμβολισμούς.
Κατ’ εξοχήν
ανήκε σ’ αυτόν «τον άλλο κινηματογράφο», που η τέχνη του βρίσκεται ακριβώς στον
αντίποδα του Χολιγουντιανού «εντυπωσιασμού», των οπτικών «εφφέ», που προσφέρουν
κυρίως θέαμα και υποβάλλουν τον θεατή με εξεζητημένες τεχνικές, παρά του δίνουν
τη δυνατότητα να στοχασθεί, ν’ αναζητήσει και να αισθανθεί ποιητικές συνιστώσες
ενός έργου.
Η ιστορικότητα (κυρίως μέσα απ’ τις οδυνηρές πολιτικές εμπειρίες της μεταπολεμικής
διχασμένης Ελλάδας) χαρακτηρίζει το έργο του, αλλά χωρίς αυτή η διάσταση του να καταλήγει σ’ ένα κοινότυπο
διδακτισμό ή μία μετασχηματισμένη
αγανάκτηση του κόσμου της Αριστεράς. Ο αριστερός σκηνοθέτης συγκινείται
(καθολικά και βαθιά) με τα συνταρακτικά κι οδυνηρά γεγονότα της διχασμένης
μεταπολεμικής Ελλάδας και συγκινεί, χωρίς επιτηδευμένα σχήματα αλλά με την
έντεχνη και φιλοσοφημένη παρουσίασή τους. Πονάει βαθιά, αλλά όχι με μονομερή
τρόπο. Ξέρει ν’ αντικρίζει όλες τις πλευρές αμερόληπτα και ν’ αφήνει τον θεατή
να κρίνει και ν’ αναστοχάζεται τον τραγικό κύκλο στο σύνολό του με σοβαρότητα
και συμπονετικότητα. Μια στάχτη καμένων βιωμάτων και τελικά πικρής ωρίμανσης
απομένει σε πολλά συμβολικά σημεία των προβαλλόμενων ιστοριών του: Πολλοί είναι
οι θλιμμένοι, πολλοί οι απορούντες, όχι μόνο ο διωχθείς αριστερός, ο ηττημένος
αριστερός, ο αριστερός, που, χωρίς να ξέρει το γιατί, έχει χάσει το παιχνίδι.
Κι’ ύστερα
πάντα τίθενται στα έργα του έμμεσα ερωτήματα: Για ποια Αριστερά; Ξέραμε πράγματι τη συνταγή για τη «δίκαιη και
πράγματι απελευθερωμένη κοινωνία»; Ή
παίζαμε με αυταπάτες; Κι εδώ ακριβώς γεννιέται ο δεύτερος πόνος, ο «μετα-πόνος», που πολύ περισσότερο
συνταράσσει το στοχαστικό και υπεύθυνο άνθρωπο, όχι τον άνθρωπο των
επαναστατικών παρορμήσεων, αλλά εκείνον που με σπουδή θα ήθελε να χτίσει τη Νέα
Πολιτεία. Για πού τραβούσαμε τελικά; Για πού τραβούμε; Γιατί μένουμε με μία
αίσθηση ερημιάς, ενώ σκοπεύαμε τα
«γεμάτα βιώματα» της δικαιοσύνης και της ειλικρινούς επικοινωνίας (ας θυμηθούμε
το έργο του «Μια Αιωνιότητα και Μία Ημέρα).
Παράλληλα η
Ιστορικότητα και η ευρύτερη κοινωνική θεώρηση (όχι αναγκαστικά απ’ την οπτική
γωνία του μαρξιστή αριστερού) δεν οδηγεί στο να παραμερίζεται η αξία και η
ανάγκη σπουδής του ατομικού πόνου, του ατομικού αδιεξόδου, της ατομικής
αγωνίας. Ο Θ.Α. δεν διαπράττει το σφάλμα (παλιά αμαρτία της Αριστεράς) να παραβλέπει τον κόσμο του ατόμου, μ’
όλα τα σκαμπανεβάσματά του και τους στροβιλισμούς του, στο όνομα των συλλογικών
ιδανικών και των συγκρουσιακών κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών. Το άτομο μ’ όλες τις προσδοκίες και
απογοητεύσεις του, μ’ όλη την ψυχολογική διάσταση της αλλοτρίωσής του «δεν
χάνεται» στις ταινίες του, δεν υποβαθμίζεται, δεν του αφαιρείται η δυνατότητα
ν’ αρθρώσει το δικό του λόγο, ξέχωρα απ’ όσα διατυπώνει ο επίσημος πολιτικός
λόγος που εκπορεύεται από κινήματα, οργανώσεις, κράτη και ποικίλες γενικά πηγές
εξουσίας. Ο «κινηματογραφικός λόγος» του Θ.Α. δεν είναι με την πλευρά της
εξουσίας γενικά, είναι μάλλον με την
πλευρά του ανθρώπου που προβληματίζεται,
απογοητεύεται, υποφέρει και σκιρτά να βρει μία άξια ποιότητα ζωής και το δρόμο
που οδηγεί πράγματι σε μία προοδευτική
και απελευθερωμένη κοινωνία. Σε πολλά σημεία ο λόγος του περιέχει κάτι,
έστω έμμεσα και με υπονοούμενα, αντι-εξουσιαστικό
και μάλιστα ανεξάρτητα απ’ την «ταμπέλα» της εκάστοτε εξουσίας.
Τέλος θα ήταν
παράλειψη στο κείμενό μας, αν δεν υπογραμμίζαμε την ποιητική διάσταση που ενυπάρχει στο έργο του μεγάλου σκηνοθέτη. Δεν
επιμένει «σ’ αυτό που υπάρχει», με την τετριμμένη του μορφή, αλλά σ’ αυτό που
δεν υπάρχει σ’ επίπεδο καθημερινής πεζότητας και που καλούμεθα να το
ανακαλύψουμε ή να το συλλάβουμε ή να το «κατασκευάσουμε» σ’ ένα άλλα ανώτερο
επίπεδο προς το οποίο θα έπρεπε να στραφούμε αναστοχαστικά. Σκηνές καθημερινού
βίου μπορεί να παρουσιάζονται, αλλά παρουσιάζονται πάντα μ’ ένα διπλό νόημα ή
μ’ ένα χρόνο πέρα απ’ τους συμβατικούς του προσδιορισμούς: Η αλληγορία και η μεταφορά πανταχού παρούσες. Γι’ αυτό και
ενεργοποιούνται τα «αργά πλάνα»: δεν ενδιαφέρει η ταχύτητα αλλαγής εντυπώσεων,
αλλά το πώς θα «σκάψει» κανείς σ’ αυτό που βλέπει, ώστε να εμβαθύνει και να
αποκαλύψει κόσμους «που δεν φαίνονται με πρώτη ματιά». Τα αργό πλάνο που πολλοί
το αισθάνονται βαρετό, είναι μια
πρόκληση για στοχασμό, για βύθιση στον εσωτερικό κόσμο που συνδιαλέγεται με το
εξωτερικό τοπίο, για ένα σοβαρό και διεισδυτικό βλέμμα, για ένα «ποιητικό
πέταγμα».
Ένα πρόβλημα
του σημερινού κόσμου είναι και η αυξανόμενη ποσότητα όλων εκείνων των στοιχείων
που περιβάλλουν τον άνθρωπο και τον
περιπλέκουν, όπως και η ταχύτητα εναλλαγής και κατανάλωσης εικόνων και
πληροφοριών. Πρόκειται για καταστάσεις και διαδικασίες που συμβάλλουν στο
επιπόλαιο κοίταγμα της ζωής, σε μία επιφανειακή προσέγγισή της (αντίστοιχη με
την κουλτούρα του “lifestyle”). Πώς και πού θα προλάβεις να εμβαθύνεις, να
νιώσεις, ν’ απλωθείς όχι στο πεδίο της ποσότητας, αλλά στο πεδίο του εσωτερικού σου κόσμου;
Κι ακριβώς σ’
αυτό το σημείο υψώνεται η πρόκληση και η σοβαρή απάντηση του Αγγελόπουλου (στην οποία ενσωματώνεται και η τεχνική του «αργού
πλάνου»). Μείωσε ταχύτητα, στάσου, στοχάσου, βυθίσου στο εσωτερικό βίωμα,
άνοιξε τα ποιητικά φτερά σου!
Και σ’ όλη
εκείνη την ανάταση, που προκύπτει απ’ αυτόν τον «άλλο - σιωπηλό, ως ένα βαθμό,
- διάλογο» με το εξωτερικό τοπίο, το εξωτερικό κέντρισμα, το αρχικά πεζό
γεγονός, αισθάνεσαι πάντα ζωντανό δίπλα σου το διεισδυτικό και καθοδηγητικό
βλέμμα του μεγάλου σκηνοθέτη. Κι η καλύτερη υπόσχεση για τη μνήμη του ακριβώς
αυτή είναι : Πάντα να τιμούμε και ν’ αναζητούμε αυτό το πλούσιο βλέμμα του, που ξεσκεπάζει τη «μάσκα» των πραγμάτων
και τραβά κατάισα στην ουσία τους. Είναι
η προσφορά του προς εμάς και η ανεκτίμητη
καλλιτεχνική συμβολή του σ’ ένα ανθρωπινότερο και ποιητικότερο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου