* on-line.gr *

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Editorial: Το περιοδικό μας ξεκίνησε από τον Πάνο Σ. Αϊβαλή, δημοσιογράφο πριν είκοσι δυο χρόνια [1996] με μοναδικό σκοπό την παρουσίαση όλων των τάσεων της Λογοτεχνίας -ελληνικής και ξένης- με κύρια έμφαση στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. [ http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Yfos/Yfos.html ]
Η Φωτό Μου
Επιμέλεια Σελίδας: Πάνος Αϊβαλής - kepeme@gmail.com...............................................................................
δ/νση αλληλογραφίας: Μεσολογγίου 12 Ανατολή Νέα Μάκρη 190 05, τηλ. 22940 99125 - 6944 537571
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Powered By Blogger

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Νίκος Γκάτσος: "Πάει ο καιρός πάει ο καιρός//που ήταν ο κόσμος δροσερός

και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή
για να ποτίσει όλη τη γη...


Μάλιστα, το γεμάτο νόημα αυτό τραγούδι, απαγορεύτηκε από τη δικτατορία. Μετά την πτώση της, το 1974, ο ποιητής όμως θα απαντήσει:

"Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
πάνου στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε τη γη..."




Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια 
από την γέννησή  του...




Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου
γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.
 «Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ’ ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…», διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα και το έφερε βαρέως μέχρι που έφυγε από την ζωή.


Έρχεται στην πρωτεύουσα στα δεκαοχτώ του μαζί με την μάνα και την αδερφή του, όταν πέρασε στη Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης.


                                           Νίκος Γκάτσος και Μάνος Χατζιδάκις

Η Αμοργός του Γκάτσου, ποιητικό έργο αλλότροπο, σώζει αισθητικά ένα πολυποίκιλο πλήθος ανόμοιων βιωμάτων και συμβόλων, καθώς τα μεταξιώνει πνευματικά, εκφρασμένα όλα στο ίδιο ενιαίο ύφος. Έξι χωριστά ποιήματα, το καθένα με την αυτάρκειά του, και σε ακολουθία μύχια μεταξύ τους, αποτελούν την Αμοργό.
Σελίδες: 29


Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ‘36 ενώ χάζευαν έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων` φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. «Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, θυμάται ο Ελύτης, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε κει, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καμπαρτίνα με ανασηκωμένο τον γιακά, σφίγγοντας κάτω από την μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω είναι υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο».

Ο Γκάτσος μαζί με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους σχηματίζουν μια παρέα, έναν κύκλο, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους το Ηραίον στη διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ’ τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις  και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων.
Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Κι ύστερα έρχεται ο πόλεμος κι η Κατοχή. Το 1942 ιδρύεται ο «Κύκλος Παλαμά», όπου λόγιοι και λογοτέχνες της νέας γενιάς, αλλά και παλιότεροι συζητούν, διαβάζουν έργα τους, σχεδιάζουν εκδηλώσεις, προσπαθούν να παραμείνουν ζωντανοί. Την ίδια περίοδο οι πρεσβευτές των νέων ιδεών για την τέχνη μαζεύονται σε σπίτια φίλων, την Δευτέρα στου Κατσίμπαλη, Πέμπτη στου Εμπειρίκου, Παρασκευή στου Καραγάτση. Παράλληλα ο Γκάτσος και ο Ελύτη καθιερώνουν ως στέκι τους το θρυλικό πατάρι του Λουμίδη. Γύρω τους μαζεύεται ένα λεφούσι από κάθε λογής καλλιτέχνες και ποιητές, Μίλτος Σαχτούρης, Νάνος Βαλαωρίτης, Νίκος Φωκάς, Τάκης Σινόπουλος, Κάρολος Κουν, Αλέξης Σολομός, Αντρέας Καμπάς και μύριοι άλλοι.
Το 1943 είναι μια σημαδιακή χρονιά για τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη, μα το πνευματικό κατεστημένο του τόπου μας δεν κατανοεί την σημασία τέτοιων έργων, και ιδίως στην περίπτωση της Αμοργού αναλίσκεται σε ειρωνείες και λοιδορίες. Είναι τέτοια η αντιμετώπιση της Αμοργού, ώστε ο Ελύτης εξοργισμένος γράφει ένα κείμενο, την Ποιητική Νοημοσύνη, που στρέφεται εναντίον του Μιχαήλ Ρόδα, ενός από τους οξύτερους επικριτές της Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα ‘θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…». Ο Ευγένιος Αρανίτσης παρατηρεί: «οι Προσανατολισμοί, αντίθετα από τηνΑμοργό, διαβάζονται σήμερα αφήνοντας στο αφτί μια ηχώ παλιομοδίτικου λυρισμού (…) Η Αμοργός είναι διαποτισμένη από μια φυσικότητα που την κάνει να ηχεί τόσο όμορφα όσο και την εποχή που εκδόθηκε…».
Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ’ ένα μάτσο μέτριους στίχους στην τζέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα κανένας απ’ την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει σκοπό: ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, κι ότι έχει γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν. Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν διαρκώς, και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε το ‘48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ‘49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το Λεωφορείον ο Πόθος πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και τοΧάρτινο το Φεγγαράκι, που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη Μυθολογία τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους.
Πολλοί τοποθετούν τον Γκάτσο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές, αλλά ο Γκάτσος απλά χρησιμοποίησε την φόρμα του υπερρεαλισμού, γιατί τότε ήταν ο πιο πρόσφορος και φρέσκος τρόπος για να εκφράσει αυτά που ήθελε να πει. Για να κάνω πιο ξεκάθαρη την σκέψη μου: είναι σα να λέμε πως ο Κουρτ Βάιλ είναι συνθέτης του καμπαρέ, επειδή σε κάμποσα τραγούδια του χρησιμοποίησε αυτή την φόρμα. Αυτό φαίνεται κι απ’ το ότι ο Γκάτσος, ως στιχουργός πλέον, φρόντισε από νωρίς να απομακρυνθεί από το υπερρεαλιστικό περιβάλλον και ν’ αποβάλει τις υπερρεαλιστικές φόρμες. Διέβλεπε ίσως πως ο υπερρεαλισμός από φρέσκο κι ολίγον τι περιθωριακό κίνημα σύντομα θα γινόταν μόδα, κατεστημένο, τροχοπέδη εντέλει. Άφησε τους υπερρεαλισμούς και τις μανιέρες του για τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους στιχουργούς, που αναζητούν άλλοθι να περιβάλλουν την αταλαντοσύνη τους. Ο ίδιος πατάει γερά στη γη, δηλαδή σε μια παράδοση στιχουργική που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου, και φτάνει στις μέρες μας μέσω του Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού -και φυσικά περιέχει και τον υπερρεαλισμό.

Ο Ν. Γκάτσος, εκμεταλευόμενος την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με πρώτη αυτή του "Ματωμένου Γάμου". Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους Λόρκα, Λοπε δε Βέγα και Ραμόν δελ Βάλιε-Ινκλάν,από τα γαλλικά, τον Ζενέ και από τα αγγλικά τον Τ. Ουιλλιαμς, Ε. Ο΄Νηλ, Α.Μακ Λης, Σων Ο΄Κέιζυ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράυ και άλλους. Το 1944 μετέφρασε ("Φιλολογικά Χρονικά") το ποίημα "Νυχτερινό Τραγούδι" του Λόρκα. Μετέφρασε επίσης τα έργα: "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα" (1945) του Φ. Λόρκα, "Ο πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Ολα τα έργα αυτά ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Τράμ", "Μακεδονικές Ημέρες", "Μικρό Τετράδιο", "Τα Νέα Γράμματα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και "Καλλιτεχνικά Νέα". Επίσης, σε συνεργασία του με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.
Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ’ όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Τη μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε` έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς τη διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ’ τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992 χωρίς να προλάβει να εκδώσει τα τραγούδια του σε βιβλίο (η έκδοση έγινε μετά τον θάνατό του, και σύμφωνα με τις δικές του οδηγίες), χωρίς να μπορέσει να τελειώσει τον Μανιάτικο Εσπερινό, τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών, που για χρόνια ετοίμαζε. Ετάφη στο χωριό του, την Ασέα Αρκαδίας,  με την παρουσία ολίγων φίλων του.

Περισσότερα:

Δεν υπάρχουν σχόλια: